Το φως που (δεν) καίει*
Στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών «Παναγία
η Βοήθεια»** κατέληξα κατόπιν μικροατυχήματος με την μηχανή μου. Έγιναν
οι απαραίτητες εξετάσεις και για λόγους προληπτικούς νοσηλεύτηκα για μια
μέρα.
Νωρίς
το απόγευμα εισήλθαν στον θάλαμο δύο καλόγριες και μοίραζαν φυλλάδια. Η
μία γριά και κακάσχημη και η άλλη νεαρή και πανέμορφη. Για χάρη της
νεαρής πήρα τα φυλλάδια και προσφέρθηκα ν’ αγοράσω κι ένα βιβλίο προς
ενίσχυσιν του φιλανθρωπικού τους έργου.
Την μεγάλη την έλεγαν Μεθοδία και την μικρή Θεονύμφη.
«Θεονύμφη!» θαύμασα. «Ωραίο όνομα και… αρχαιοελληνικό!»
Η γριά καλόγρια ζάρωσε με δυσθυμία το μούτρο της μόλις άκουσε την
λέξη «αρχαιοελληνικό» και με κοίταξε σχεδόν με αποστροφή, λες κι έβλεπε
μπροστά της κανέναν σάτυρο με κέρατα στο κεφάλι, που αυτή θα προτιμούσε
να τον ονομάσει δαίμονα ή εξαποδώ.
«Και πότε υψώνεται τ’ όνομά σου;» ρώτησα την νεαρή, επιστρατεύοντας
ό,τι θυμόμουν από την εκκλησιαστική φρασεολογία κι αποφεύγοντας το «πότε
γιορτάζει», σε μια προσπάθεια να εξευμενίσω τον κέρβερο που λέγονταν
Μεθοδία.
«Την πρώτη του μηνός Σεπτεμβρίου», ακούστηκε η αργυρόεσσα καμπανούλα της φωνής της.
«Μα πρώτη Σεπτεμβρίου έχει αύριο!» έκανα θριαμβευτικά.
«Ναι, αύριο…» απάντησε χαμηλόφωνα.
Η Μεθοδία την επιτίμησε για την… φλυαρία της μ’ ένα βλέμμα.
Εγώ ανασηκώθηκα και της έτεινα το χέρι.
«Χρόνια Πολλά, λοιπόν, για αύριο!»
Εκείνη κοίταξε την μεγάλη καλόγρια, που στράφηκε την ίδια ώρα να
μιλήσει σε μια γριούλα στο πλαϊνό κρεβάτι, κι έτσι, ανυπεράσπιστη,
έτεινε το χεράκι της με δειλία. Η χειραψία ήταν πιο σύντομη κι απ’ το
ανοιγόκλεισμα ενός ματιού, μα πρόλαβα να νιώσω στην παλάμη μου το
μελισσοκέρι της αφής της.
Πήρα απ’ το κομοδίνο ένα βιβλίο και της το έδωσα.
«Είναι δικό μου, εμπεριέχει διηγήματα της πατρίδας μου, θα σ’ αρέσει».
Φάνηκε να διστάζει.
«Δώρο για τ’ αυριανά σου γενέθλια!» είπα.
Η Μεθοδία στράφηκε ξανά προς το μέρος μας. Είδε την κίνησή μου και
συνοφρυώθηκε. Πήρε το βιβλίο να το ελέγξει. Ανοίγοντάς το, έπεσε στο
«Κλήμα Λάζαρος». Διάβασε το επίγραμμα του Νίτσε: «Μόνο εκεί που υπάρχουν
τάφοι υπάρχει ανάσταση». Μειδίασε ικανοποιημένη.
«Αφού στο χαρίζει, πάρ’ το!» είπε ξερά.
Και με μια κίνηση απρόσμενης αρχοντιάς, έβγαλε απ’ την τσέπη της και
μου επέστρεψε τα χρήματα που έδωσα για το βιβλίο που αγόρασα.
«Μα, όχι, όχι!…» διαμαρτυρήθηκα σθεναρά.
«Όποιος δίνει, πρέπει και να παίρνει, νέε μου!» είπε μεγαλόπρεπα η
γριά και άσχημη καλόγρια, που εκείνη ακριβώς την στιγμή – μάρτυς μου ο
Θεός – μού φάνηκε, ως εκ θαύματος, λιγότερο γριά και ολοσδιόλου άσχημη.
Σε
λίγο, μπροστά η Μεθοδία – περπατώντας αδέξια σαν κουτσή μπεκάτσα – και
πίσω η Θεονύμφη – με χαριτωμένα βήματα περιστεριού – κατευθύνθηκαν προς
την έξοδο του θαλάμου. Πριν περάσουν την πόρτα, η μικρή καλόγρια γύρισε
και με κοίταξε στα κλεφτά με τα γαλάζια της μάτια, κι ήταν εκείνο το
βλέμμα σαν «το χρυσοκύανο του γαλαξία σελάγισμα» από το Άξιον Εστί του
Ελύτη!
Με την απουσία των δύο γυναικών, μια παγωνιά διαχύθηκε στον θάλαμο,
λες και κάποιος ξέχασε την μπαλκονόπορτα μισάνοιχτη κι η θερμοκρασία
έπεσε. Σκεπάστηκα ως τον λαιμό με το σεντόνι και κοίταξα το βιβλίο που
πριν λίγο απέκτησα: Αρχιμανδρίτης Π. Σάββας Αχιλλέως: «Είδα το Άγιο
Φως», η μαρτυρία του Αγιοταφίτη Γέροντα Μητροφάνη, που το Μέγα Σάββατο
του 1926, επί Πατριάρχου Ιεροσολύμων Δαμιανού του Α´, κρύφτηκε στον
Πανάγιο Τάφο για να δει αν βγαίνει το Άγιο Φως με θαυματουργό τρόπο ή αν
πρόκειται περί απάτης.
Το θέμα του βιβλίου με τράβηξε! Μικρό, στην εκκλησία του χωριού μου, η
ίδια απορία με ταλάνιζε, όταν με άφατη συγκίνηση ανακοίνωνε ο παπάς ότι
«φέτος θα έχουμε την εξαιρετική ευλογία να λάβουμε το Άγιο Φως
κατευθείαν απ’ τα Ιεροσόλυμα».
Διάβασα εν τάχει το βιογραφικό:
«Ο μοναχός Μητροφάνης γεννήθηκε το 1900 στην Κερασούντα του Πόντου.
Το 1921, κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας των Ποντίων από τους Τούρκους,
σφαγιάσθηκε ολόκληρη η οικογένειά του. Ο ίδιος, 21 ετών, αιχμαλωτίσθηκε
και μεταφέρθηκε σε φυλακή στο Ντιγιάρμπακιρ, όπου οι αιχμάλωτοι
εξαναγκάζονταν σε παραγωγή χαλικιού. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν
καταδικασμένοι να πεθάνουν από το μολυσμένο φαγητό και τις άθλιες
συνθήκες διαβίωσης. Μετά από μερικούς μήνες παραμονής στα κάτεργα, ο π.
Μητροφάνης κατάφερε να δραπετεύσει. Χωρίς πατρίδα και οικογένεια,
μοναδικό σκοπό της ζωής του είχε πλέον να καταφέρει να φτάσει ζωντανός
στην Ιερουσαλήμ, προκειμένου να προσκυνήσει στον Τάφο του Ιησού…»
Παρέκαμψα οποιαδήποτε άλλη σελίδα και πέρασα στην ίδια την Μαρτυρία:
«Γέροντα Μητροφάνη, αν είναι ευλογημένο, να μας πεις μερικά πράγματα
για να γραφτούν, γιατί όπως οι Λατίνοι λένε, “verba volant, scripta
manent”, δηλαδή “τα λόγια πετούν, τα γραπτά μένουν”. Είστε πόσων ετών;»
«Είμαι 93 ετών και 2 μηνών. Άλλο τι θέλεις να σου πω;»
«Λένε ότι ήσασταν πάρα πολλά χρόνια στον Πανάγιο Τάφο, πόσα περίπου;»
«Εγώ ο άθλιος, ο αμαρτωλός, ο αξιοδάκρυτος, 58 Πάσχα έμεινα στον Ναό, τα 54 στον Πανάγιο Τάφο».
«Άγιε Γέροντα, αν είναι ευλογημένο, πέστε μου τι σχέδιο καταστρώσατε για να ιδείτε το Άγιο Φως».
«Ήμουν τότε εις τα νεανικά μου χρόνια. Η πίστις μου – αν και
κλονισμένη διά το Άγιον Φως – παρέμεινε πάντα ζωντανή εις τον Χριστόν.
Αλλά και ο πόθος να ιδώ με τα μάτια μου τι εγίνετο εντός του κλειστού
τάφου, δεν απεβάλλετο. Ήτο κάτι που εποθούσα επίμονα να κατορθώσω. Ήτο
όμως πολύ δύσκολον.
Να κρυβώ αυθαίρετα εντός του Παναγίου Τάφου; Παντελώς αδύνατον, αφού
ούτε χώρος υπάρχει, ούτε γωνία, δια να διαφύγω της προσοχής των
υπευθύνων. Εκείνοι διενεργούν με σχολαστικότητα δύο και τρεις φοράς τον
έλεγχον, ελάχιστην ώραν προ του Αγίου Φωτός.
Άλλο τεράστιον εμπόδιον ήτο η απουσία μου. Πώς να απουσιάζω εγώ, που
είμαι ο υπεύθυνος; Εάν εξευρίσκετο ανέλπιστος τρόπος να κρυβώ εντός του
Ζωοδόχου Τάφου, ήτο αδύνατον να απουσιάζω ως υπεύθυνος. Εγώ πρέπει να
φύγω τελευταίος και να εισέλθω πρώτος εντός του Ιερού Κουβουκλίου.
|
Η "Zάλη του Oυρανού" στους τρούλους και τoυς τοίχους της Μονής της Χώρας |
Με
αυτάς τας σκέψεις εβασάνιζα τον εαυτόν μου ημέραν και νύκτα. Πρέπει να
ιδώ με τα μάτια μου. Πρέπει να διαπιστώσω τι συμβαίνει μέσα εις τον
κλειστόν Τάφον. Πρέπει, πρέπει…
Και αυτά τα “πρέπει” έμεναν διαρκώς ανεκπλήρωτα. Ουδείς τρόπος υπήρχε
να τα ικανοποιήσω ή να τα απομακρύνω από τον εαυτόν μου. Αυτή την πάλην
και την αγωνίαν μου την εγνώριζε μόνον Ένας. Εκείνος, ενώπιον του
Οποίου και αι τρίχες της κεφαλής μας είναι άπασαι ηριθμημέναι.
*
Η κάθε μία ημέρα διεδέχετο την άλλην και εγώ εζούσα εις τα
ανεκπλήρωτα όνειρά μου. Πάντα ακοίμητος φρουρός του Παναγίου Τάφου,
πιστός εις το καθήκον μου, αλλά και βασανιζόμενος από τας σκέψεις μου
περί του Αγίου Φωτός.
Κάποιαν ημέραν, ένα απροσδόκητον γεγονός ήλλαξεν ολόκληρον την ζωήν
μου. Άνωθεν του Ζωοδόχου μνήματος, που σκεπάζεται από σαράντα τρία
κανδήλια, εγένετο κάτι φοβερόν. Θεία χάριτι, παρεχώρησεν ο Θεός και
απεκόπη το δυνατόν σχοινίον, που εβάσταζεν μίαν από τας τέσσαρας σειράς
των χρυσών κανδηλίων. Το γεγονός ήτο πολύ σοβαρόν. Εδημιουργήθη σάλος
πολύς. Αναστάτωσις μεγάλη. Πλην όμως, έπειτα από το πέσιμο των
κανδηλίων, επληρώθη ένα κενόν της ψυχής μου. Το απροσδόκητον εκείνο
γεγονός έδωκε λύσιν εις την αγωνίαν μου. Το τολμηρότερον σχέδιον της
ζωής μου θα εξεπληρώνετο. Τα αδιάκοπα “πρέπει” θα επραγματοποιούντο!
Όπισθεν του Κανδηλοφόρου παραπετάσματος διέκρινα ότι υπήρχεν ένας
θόλος του Ιερού Κουβουκλίου. Και εις το μέσον ακριβώς της αριστεράς
πλευράς, απέναντι του Ζωοδόχου μνήματος, μεταξύ του θόλου και του
δαπέδου, ένας μικρός χώρος εσχημάτιζε μία κρύπτην. Ήτο τόσον μικρά, που
μετά βίας έκρυπτεν ένα άτομον. Ούτως, εσκέφθην, η κάθε απορία της ψυχής
μου θα λυθεί, χωρίς να με αντιληφθεί κανείς. Εάν κατορθώσω και κρυφθώ
εις αυτήν την κρύπτην, θα λύσω όλας μου τας απορίας και θα ικανοποιήσω
εις το έπακρον όλα τα ερωτήματα που με βασανίζουν. Αυτή η κρύπτη είναι
άγνωστος εις όλους. Μόνος εγώ την γνωρίζω.
Επί τη ευκαιρία της αποκαλύψεως, διέκρινα και
κάτι άλλο πολύ σημαντικότερον. Μετά από τον αδιαπέραστον ουρανόν, που
εσχηματίζετο από τα σαράντα τρία κανδήλια, ολόκληρος ο χώρος του Ιερού
Κουβουκλίου εσκεπάζετο υπό αρκετού πάχους πυκνής μαύρης καπνίλας. Η
μαύρη σκόνη εσχηματίσθη ύστερα από εκατόν πενήντα χρόνια. Μία αδιάκοπος
φλόγα από αναμμένα κεριά, που εκαίοντο ως ελαχίστη προσφορά εις το μνήμα
του Χριστού, συνέβαλλαν εις την απαράδεκτον εκείνην εικόνα. Αυτήν την
ευκαιρίαν της μαύρης καπνίλας εχρησιμοποίησα ως βάση του σχεδίου μου.
Μετά το απροσδόκητον τούτο γεγονός, επλησίασα τον γέροντά μου π.
Ανατόλιον. Του ανέφερα τα καθ’ έκαστα λεπτομερώς και του εξέφρασα την
επιθυμίαν μου να καθαρίσω από την καπνίλα – εφ’ όσον μου εδίδετο η
ευκαιρία – το αόρατον μέρος του Ιερού Κουβουκλίου.
Εις το άκουσμα της επιθυμίας μου, ο γέροντάς μου επρόταξε σταθεράν άρνησιν.
“Ουδέποτε μία τοιαύτη πράξις”, είπε εις αυστηρόν ύφος. “Ουδεμία
μονομερής ενέργεια. Οι αιρετικοί, Αρμένιοι, Λατίνοι, Κόπται, θα προβούν
εις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Θα εγείρουν ζητήματα ανύπαρκτα. Θα
απαιτήσουν δικαιώματα και παράλογα αιτήματα επί τη ευκαιρία, από τα
οποία θα προέλθουν αποτελέσματα απρόβλεπτα και απροσδιόριστα επί του
παρόντος”.
Εις την άρνησιν του γέροντός μου – που ήτο ο κυρίως υπεύθυνος, εγώ
εκτελούσα χρέη βοηθού – έκανα την μετάνοιάν μου, του εφίλησα το χέρι και
απεχώρησα.
Απεχώρησα, όχι βέβαια με πρόθεσιν να παραιτηθώ του σκοπού μου, αλλά απεχώρησα, δια να επανέλθω μετά περισσοτέρας επιμονής.
Η εκ δευτέρου παράκλησίς μου διά τον ίδιον σκοπόν είχεν ως αποτέλεσμα την ιδίαν σταθεράν και αμετακίνητον άρνησίν του.
Το σχέδιόν μου εις πρώτον στάδιον ήτο να καθαρίσω από την καπνίλαν
όλο εκείνο το αθέατον μέρος του Ιερού Κουβουκλίου. Το δεύτερον μέρος του
σχεδίου μου ήτο να κρυβώ εντός του Παναγίου Τάφου! Ήθελα να διαπιστώσω,
να ιδώ με τα μάτια μου τι εγίνετο γύρω από τον θρύλον του θαύματος του
Αγίου Φωτός. Να ομιλώ και να διακηρύττω την Αλήθειαν ή να καταταγώ μετά
των αντιθέτων εκείνων, πού διακηρύττουν ότι τα πάντα είναι κοροϊδία και
παραμύθι.
|
Το κέντρο του προθαλάμου με την Αγία Τράπεζα
Σε
μαρμάρινη θήκη φυλάσσεται τμήμα του λίθου που ο άγγελος αποκύλησε κατά την Ανάσταση του Χριστού ελευθερώνοντας την θύρα του Μνημείου. Στις τέσσερις
πλευρές της θήκης διαβάζουμε την επιγραφή που εξιστορεί το γεγονός: ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΤΑΒΑΣ ΕΞ ΟΥΡΑΝΟΥ ΑΠΕΚΥΛΙΣΕ ΤΟΝ ΛΙΘΟΝ ΑΠΟ ΤΗΣ ΘΥΡΑΣ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ. Από πάνω κρέμονται οι κανδήλες. |
Όταν, τέλος, επί σειράν ημερών παρακαλούσα τον γέροντά μου π.
Ανατόλιον και εκείνος με απέπεμπε με την γνωστήν άρνησίν του, επενόησα
νέον τρόπον επιτυχίας του σχεδίου. Έλαβα από την μαύρην καπνίλαν, που
ευρίσκετο άφθονος εις τον θόλον του Ιερού Κουβουκλίου, και έρριψα επί
των Κανδηλίων.
Ο λειτουργός ιερεύς ήρχισε να αιτιάται, ποιον άλλον από εμέ,
επικαλούμενος την δικαιολογίαν ότι ήμουν υπεύθυνος και όφειλα να προσέξω
τι εγένετο.
Αυτά τα γεγονότα έγιναν αιτία την επομένην να ληφθούν αποφάσεις. Όλοι
από κοινού: Ορθόδοξοι, Αρμένιοι, Λατίνοι, Κόπται, απεφάσισαν να
καθαρισθεί το ιερόν Κουβούκλιον.
Η χαρά μου ήτο απερίγραπτος! Το σχέδιόν μου ελάμβανε την αρχικήν του μορφήν. Η εκτέλεσίς του εθεωρείτο βεβαία.
Ο γέροντάς μου με εκάλεσε, χωρίς εγώ να το επιδιώξω, και μου είπε:
“Είχες δίκαιον. Δεν ήτο όμως εύκολον να έχω πρωτοβουλίαν και να επιτρέψω
μίαν τοιαύτην πράξιν. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι έχουν δικαιώματα και
προνόμια και οι ετερόδοξοι. Τώρα, που όλοι επείσθησαν ότι υπάρχει ανάγκη
καθαρισμού του χώρου, προχώρησε εις το έργον σου!”
Έβαλα την μετάνοιάν μου. Τον ηυχαρίστησα, του εφίλησα το χέρι και
απεχώρησα. Μέσα μου εβασίλευε μία χαρά, που είναι αδύνατον να την
περιγράψω. Η επιτυχία του σχεδίου ήτο αρίστη. Άνευ ουδεμιάς
καθυστερήσεως επεδόθην εις το έργον μου.
Ύστερα από την υπεράνθρωπον ατομικήν μου προσπάθειαν και τον πολύν
κόπον που κατέβαλα, με ανέμεινεν έκπληξις και θαυμασμός μεγάλος. Από το
βάθος της καπνίλας επρόβαλε μία ωραιοτάτη βυζαντινή ψηφιδωτή εικόνα –
σπανιώτατον έργον τέχνης – του Αναστάντος Κυρίου! Δύο ουράνιοι άγγελοι
με ολόλευκον στολήν εκάθηντο επί του μνημείου. Αι Μυροφόροι γυναίκες
“Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη” μετά της Παναγίας
ητένιζον τους ουράνιους στρατιώτας. Η εικόνα εκείνη ήτο μοναδική εις
τέχνην και έκφρασιν. Τα ψηφιδωτά ολοκλήρου της Αγίας Εικόνος ήσαν
ποτισμένα από χρυσάφι. Η σκηνή, εξόχως συγκινητική, μετέφερε τον
επισκέπτην προσκυνητήν εις την ημέραν και την ώραν της Αναστάσεως.
Περισσότερον δε πάντων, ο προσκυνητής συνεκλονίζετο πραγματικώς, αφού ο
τόπος ήτο ο ίδιος του θείου γεγονότος!
Ο γέροντάς μου, π. Ανατόλιος, ησθάνετο ιδιαιτέραν ικανοποίησιν δια
την ικανότητά μου. Δεν είχεν όμως υπ’ όψιν και την ικανότητα που με
διέκρινε δι’ ένα άλλο σχέδιον τολμηρόν και επικίνδυνον. Δεν εγνώριζεν
ότι κατά τον χρόνον της καθαριότητος του χώρου κατέστρωσα μετά πάσης
λεπτομερείας μίαν παράτολμον ενέργειαν, που της απέμεινε μόνον η
εκτέλεσίς της.
Αφού, λοιπόν, παρήλθαν αι πρώται συγκινητικαί εκδηλώσεις, ηργάζετο εν συνεχεία ο χρόνος.
*
Η μία ήμερα διεδέχετο την άλλην, διά να παρελάσουν οι μήνες και τέλος να έλθει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή του έτους 1926.
|
Στον θάλαμο του θείου Μνημείου ανάβουν οι 43 Ακοίμητες Κανδήλες. 13
ανήκουν στους Ορθόδοξους που ανήκει ο Πανάγιος Τάφος από 13
στους Λατίνους και τους Αρμενίους και 4 στους Κόπτες. |
Το σχέδιόν μου έπρεπε να εκτελεσθεί με πάσαν μυστικότητα και πάσαν
θυσίαν. Ανέκυπτεν όμως εν πελώριον θέμα. Ήτο το θέμα της απουσίας μου.
Πώς ήτο δυνατόν να απουσιάζω το Μέγα Σάββατον, αφού εγώ ήμουν ο
υπεύθυνος της όλης τελετής; Ποίος θα προητοίμαζεν όλην την διαδικασίαν
της καθορισμένης τάξεως; Βεβαίως, υπήρχεν ο γέροντάς μου π. Ανατόλιος.
Πλην όμως από της ημέρας, κατά την οποίαν ανέλαβα τα καθήκοντά μου ως
φρουρός του Παναγίου Τάφου, εκείνος απεχώρησεν. Ανέλαβεν άλλα καθήκοντα
εις άλλον τομέα. Ανέλαβεν άλλας υποχρεώσεις, που δεν ήτο εύκολον να τας
εγκαταλείψει. Πώς θα άφηνε την ιδικήν του αποστολήν και θα ανελάμβανε τα
ιδικά μου καθήκοντα;
Αι διάφοραι σκέψεις, η μία κατόπιν της άλλης, με εβασάνιζον τρομερά.
Το σχέδιόν μου όμως έπρεπε να τεθεί υπό εκτέλεσιν. Η κρύπτη ήτο έτοιμος
και είχε την δυνατότητα να με διαφυλάξει παντελώς αθέατον! Απέμεινε,
λοιπόν, να ανακοινώσω, χωρίς αναβολήν το θέμα της απουσίας μου κατά το
Μέγα Σάββατον. Έπρεπε να λάβει γνώσιν ο γέροντάς μου π. Ανατόλιος.
Εχρειάζετο όμως μία δικαιολογία σοβαρά. Έκανα μερικάς σκέψεις, εμελέτησα
περιπτώσεις απίθανους, που εφαίνοντο εις εμέ κάπως δικαιολογημένοι, και
εν τέλει, προσήλθον εις τον γέροντά μου με πολύν φόβον και
διστακτικότητα.
“Άγιε γέροντά μου”, του είπα. “Έλαβον μίαν επιστολήν
από την πατρίδα μου. Μου ανακοινώνουν ότι κατά την Μεγάλην Εβδομάδα θα
με επισκεφθεί ένας συγγενής μου συνταγματάρχης. Θα παραμείνει ολίγας
ημέρας και θα αναχωρήσει το Μέγα Σάββατον. Με έφερεν εις πολύ δύσκολον
θέσιν με μίαν παράκλησίν του. Μου ζητά να τον βοηθήσω να πραγματοποιήσει
την αναχώρησίν του, καθότι ούτε την γλώσσαν γνωρίζει ούτε τα μέρη. Σας
υπόσχομαι ότι κατά την ώραν της τελετής του Αγίου Φωτός θα είμαι παρών.
Θα απουσιάζω όμως από το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου έως της ώρας εκείνης.
Είναι ευλογημένον, άγιε γέροντά μου;”
Όταν ήκουσε την παράκλησίν μου, εσηκώθη από το κάθισμά του και με
πρωτοφανή αυστηρότητα μου είπεν: “Απαιτείς πάντοτε τα πλέον δύσκολα και
ανεφάρμοστα αιτήματα. Την ημέραν του Μεγάλου Σαββάτου πνιγόμεθα
κυριολεκτικώς και εσύ απαιτείς να απουσιάζεις; Το μόνον που σου ζητώ –
με την σειράν μου – μη μου επαναλάβεις άλλην φοράν αυτό που μου εζήτησες
τώρα”.
Εις την επιμονήν μου και τας συνεχείς παρακλήσεις μου εκέρδισα!
Μίαν εκ των ημερών, αντί της αρνήσεως μου είπε: “Μου υπόσχεσαι ότι κατά την ώραν του Αγίου Φωτός θα είσαι παρών;”
“Ναι!” του απήντησα μετά βεβαιότητος, αφού ήμουν σίγουρος περί τούτου.
“Πήγαινε, λοιπόν, με την ευχήν μου. Ο Θεός μαζί σου”.
Τι να προσθέσω εις την απόφασιν του γέροντός μου; Τα συναισθήματά
μου; Την χαράν μου; Την αγωνίαν μου; Τον φόβον που με κατείχε; Διότι,
ύστερα από αυτήν την απόφασιν, ήρχιζεν η εκτέλεσις του τελικού μέρους
του σχεδίου μου.
*
|
|
Ήτο τας ημέρας εκείνας η αρχή της Μεγάλης Εβδομάδος. Τα πλήθη των
προσκυνητών ήρχισαν να κατακλύζουν την Αγίαν Πόλιν. Και ενώ όλα ήσαν
έτοιμα, η αγωνία μου εγιγαντώνετο και έφθανεν εις σημείον αφάνταστον! Το
τελικόν όμως σημείον του σχεδίου μου παρέμενεν ακόμη άνευ λύσεως. Με
κατείχεν η σκέψις πώς και δια ποίου τρόπου θα ανέβαινα εις την κρύπτην
χωρίς να γίνω αντιληπτός. Θα εχρησιμοποίουν οπωσδήποτε μίαν σκάλαν.
Μετά, όμως, πώς θα απεμακρύνετο; Δεν ήτο δυνατόν να ανεβώ και συγχρόνως
να απομακρύνω και την σκάλαν. Η δυσκολία θα ελύετο μόνον αν κάποιος θα
απεμάκρυνε την σκάλαν όταν εγώ θα ανέβαινα εις την κρύπτην. Θα εγνώριζεν
όμως ότι εγώ θα παρέμενα μέσα εις τον Πανάγιον Τάφον. Θα ήξευρεν ότι
κάποιος εκρύπτετο εις χώρον αυστηρώς απηγορευμένον. Το αποτέλεσμα θα ήτο
φοβερόν. Θα έλεγεν είτε θεληματικώς είτε άθελά του το μυστικόν. Αμέσως
θα εγένετο γνωστόν εις τους υπευθύνους. Το σχέδιόν μου θα απεκαλύπτετο.
Θα επηκολούθη η ματαίωσίς του με απροβλέπτους συνεπείας. Οι αιρετικοί θα
εύρισκον ευκαιρίαν να διασύρουν την Ορθοδοξίαν. Ο κόσμος θα εκλονίζετο
εις την πίστιν. Η ευκαιρία μου θα παρήρχετο. Και εγώ θα παρέμενα δέσμιος
εις τα ερωτήματα, τας αγωνίας, τας αμφιβολίας, διατί όχι και την
πίστιν, εις ό,τι αφορούσε το Άγιον Φως.
Εις
όλας τας σκέψεις, που έβλεπα να με κυκλώνουν απειλητικά, δια να
ματαιώσω το σχέδιόν μου, μου ήλθε μία λύσις. Έφερα κατά νουν ένα
πρόσωπον. Ήτο απλούν, αγαθόν και απονήρευτον. Ήτο αδύνατον να φαντασθεί
τα σχέδιά μου. Απέμενε, λοιπόν, να το πλησιάσω.
Ήτο ο πορτάρης του Ιερού Ναού της Αναστάσεως.
Εκείνος, δηλαδή, που με την χρήσιν μιας σκάλας ήνοιγε την πανύψηλον
πόρταν του Ιερού Ναού και εφρόντιζε δια το κλείσιμόν της. Ήτο ο π.
Νίκανδρος, πιστός εις την διακονίαν του και έχαιρε σεβασμού και
εκτιμήσεως. Είχε μεγάλην υπακοήν και ταπείνωσιν υποδειγματικήν. Τον
επλησίασα. Και ατάραχος, με φυσιολογικήν απάθειαν, του είπα: “Πάτερ
Νίκανδρε, την Μεγάλην Παρασκευήν το βράδυ, μετά το πέρας της Θείας
Λειτουργίας των Λατίνων, θέλω μίαν εξυπηρέτησιν. Θα φέρεις την σκάλαν
σου, δια να ελέγξω τα Κανδήλια του Παναγίου Τάφου. Επίσης, θέλω να είμαι
σίγουρος και δια τα κανδήλια του προθαλάμου του Αγίου Λίθου. Είμαι
υπεύθυνος και θέλω να προλάβω οτιδήποτε απρόοπτον. Συμβαίνουν
απροσδόκητα και ανέλπιστα κατά την τελετήν του Αγίου Φωτός. Κάτι
αντελήφθην και πρέπει να ελέγξω όλα τα κανδήλια. Δεν είναι ανάγκη να
περιμένεις πότε θα τελειώσω. Θα σηκώσεις την σκάλαν και θα φύγεις. Αφού
κάνω τον έλεγχον, η κατάβασίς μου είναι εύκολος. Έχω τρόπον. Μην
ανησυχείς πώς θα κατεβώ”.
Εγνώριζα ότι με ένα ελαφρόν πήδημα θα κατέβαινα από την κρύπτην.
Κανείς δεν θα με αντιλαμβάνετο. Μέσα εις το πέλαγος της χαράς του Αγίου
Φωτός, της ταραχής και των φωνών του πλήθους, της ανεκφράστου
αγαλλιάσεως, ουδείς θα έδιδε προσοχήν. Θα κατόρθωνα ανενόχλητος και
αθόρυβα να παρουσιασθώ.
Ο π. Νίκανδρος, άνευ ουδενός ίχνους πονηρίας δια το σχέδιόν μου, έμεινεν απολύτως σύμφωνος.
*
Ήτο ακριβώς η 12:30 μεταμεσονύκτιος ώρα της Μεγάλης Παρασκευής προς το Μέγα Σάββατον του έτους 1926.
Η προετοιμασία μου απετελείτο από ένα μικρόν φακόν και ολίγον νερόν
μέσα εις ένα μικρόν δοχείον. Ήτο τόσον ολίγον, όσον ακριβώς εχρειάζετο
δια να με ξεδιψάσει κατά τας ώρας της αγωνίας μου.
Όταν ετελείωσα κάθε λεπτομέρειαν, εφώναξα τον π. Νίκανδρον. Έφερε
γρήγορα την σκάλαν. Την εστερέωσα και ανέβηκα, μηδενός άλλου παρόντος.
Όταν ανέβηκα, είπα εις τον π. Νίκανδρον: “Πάρε μαζί σου την σκάλαν. Μόλις τελειώσω, θα κατεβώ”. Ούτω και έγινε.
Δεν είμαι εις θέσιν ούτε έχω την δύναμιν να σας περιγράψω και να σας
εξιστορήσω τα συναισθήματά μου. Να περιγράψω την ψυχολογικήν κατάστασιν
εις την οποίαν ευρισκόμην! Τας ώρας εκείνας έζησα μίαν κατάστασιν
γεμάτην φόβον και τρόμον.
Κατ’ αρχάς με περιέλουσε κρύος ιδρώτας από κεφαλής έως ποδών. Ήρχισε
μετά ταύτα να τρέμει όλον μου το σώμα. Δεν διέφερα από μελλοθάνατον που
οδηγείται εις τον τόπον της θανατικής του εκτελέσεως.
“Ποίος άλλος ετόλμησε κάτι παρόμοιον εις το πέρασμα της μακροχρονίου
περιόδου του Χριστιανισμού; Εσύ πώς απεφάσισες αυτό το τόλμημα, π.
Μητροφάνη;” έλεγον εις εαυτόν μου. “Αν δι’ οιονδήποτε λόγον σε
ανακαλύψουν, τι θα πράξεις; Ποίαν δικαιολογίαν θα δώσεις; Ποίαν
απολογίαν θα τολμήσεις να κάνεις; Ποίαν;”
Και
μέσα εις τας απαισίας σκέψεις που με εβασάνιζαν, ορθώνετο η επιμονή
μου. “Πρέπει να λύσω την απορίαν μου. Διατί να ζω καθημερινώς με τας
αμφιβολίας και τα ερωτηματικά; Πρέπει να διαπιστώσω οτιδήποτε συμβαίνει,
είτε θαύμα λέγεται είτε πλάνη”.
Ύστερα όμως από αυτήν την επιμονήν μου, με επεσκέφθη η μεταμέλεια.
Ήρχισα να μετανοώ δι’ όσα έπραξα έως εκείνην την στιγμήν. Ένιωσα να
μου λέγει μια φωνή: “Κατέβα γρήγορα! Έχεις ακόμη καιρόν! Εντός ολίγου θα
αρχίσει ή Ορθόδοξος Θεία Λειτουργία. Θα τελειώσει την 4ην πρωινήν ώραν.
Αμέσως εν συνεχεία θα προσέλθουν οι Αρμένιοι. Εκείνοι θα έχουν
περισσότερον χρόνον να ασχοληθούν με την Θείαν των Λειτουργίαν. Εσύ θα
είσαι αναγκασμένος να είσαι συνεχώς ακίνητος, αμίλητος, ατάραχος. Και αν
δεν ανθέξεις; Μετά από τους Αρμενίους θα ακολουθήσουν οι Λατίνοι. Έως
της 6:15´ πρωινής ώρας, που θα τελειώσουν την Λειτουργίαν των, θα είσαι
ακίνητος! Και αν κάτι σταθεί εις τον λαιμόν σου; Αν αναγκασθείς να
βήξεις; Άι! Τότε, αλίμονον και τρις αλίμονόν σου, τι έχεις να πάθεις, π.
Μητροφάνη!”
Εις όλας αυτάς τας σκέψεις, που με εβασάνιζαν, έβλεπα και ξαναέβλεπα
την ώραν. Τα λεπτά μου εφαίνοντο ημέραι και αι ώραι μου εφαίνοντο
χρόνια! Ο ωροδείκτης δεν έλεγε να προχωρήσει από την θέσιν του. Νόμιζε
κανείς ότι το έκανεν επίμονα, δια να εκδικηθεί το τόλμημά μου.
*
Επί τέλους, έφθασεν η 2α μεταμεσονύκτιος ώρα της Μεγάλης Παρασκευής
προς το Μέγα Σάββατον. Προσήλθεν εις τον Πανάγιον Τάφον ο Ορθόδοξος
ιερεύς και ήρχισεν η Θεία Λειτουργία. Μετά το πέρας της Ορθοδόξου
Λατρείας, ακριβώς την 4ην πρωινήν, κατέφθασαν οι Αρμένιοι. Ήρχισαν
αμέσως την λειτουργίαν των. Εφώναζαν τόσον δυνατά, που δεν άντεχα να
ακούω. Ηναγκάσθην να κλείσω τα αυτιά μου με τα χέρια μου, δια να μην
ακούω τον διαπεραστικόν ήχον της φωνής των. Ήτο μία διαρκής μονότονος
ψαλμωδία. Η αγωνία, η αγρυπνία, ο κόπος – τόσον της νυκτός εκείνης, όσον
και των άλλων ημερών της Μεγάλης Εβδομάδος – ήρχισαν να μου προκαλούν
μίαν ζάλην αφάνταστον. Ενόμιζα πως κατεκαίετο ολόκληρόν μου το σώμα εις
τον πυρετόν. Επί τέλους, ετελείωσαν και οι Αρμένιοι. Μόλις απεχώρησαν,
κατέφθασαν οι Λατίνοι.
Έξι και τέταρτον πρωινή ώρα του Μεγάλου Σαββάτου απεχώρησε και ο
τελευταίος Λατίνος και παρεδόθη ο Πανάγιος Τάφος εις τον γέροντά μου π.
Ανατόλιον. Αν υποθέσωμεν ότι τότε εγνώριζεν ο άγιος εκείνος γέροντας πως
ο υποτακτικός του, ο π. Μητροφάνης, που υπετίθετο ότι έλειπεν, ήτο
σχεδόν πλησίον του και εις τοιαύτην θέσιν και ότι παρηκολούθει με κάθε
λεπτομέρειαν τα καθέκαστα, τι θα συνέβαινε, αλήθεια; Αν υποθέσωμεν ακόμη
ότι εγνώριζε πως αι παρακλήσεις και τα δάκρυά μου ήσαν όλα ένα πελώριον
ψεύδος, ένα ψεύδος, που ηναγκάσθην να το χρησιμοποιήσω, δια να
ικανοποιήσω την απιστίαν μου;
Αμέσως, και χωρίς καμίαν καθυστέρησιν, ήρχισε την καθιερωμένην προετοιμασίαν.
Παρακολουθούσα με κάθε λεπτομέρειαν όλας τας κινήσεις. Και, όταν την
11ην πρωινήν ώραν εσφραγίσθη ο Τάφος, μέσα εις το Άγιον Κουβούκλιον
εβασίλευεν σκοτάδι. Τότε, άναψα τον φακόν που είχα μαζί μου και είδα επί
του Παναγίου και Ζωοδόχου μνήματος την Αγίαν Κανδήλαν σβηστήν.
Ένιωσα την καρδιά μου να πολλαπλασιάζει τους κτύπους της. Εκτυπούσε
τόσον δυνατά και τόσον γρήγορα, που ενόμισα πως ήτο έτοιμη να ξεκολλήσει
από την θέσιν της. Ένα σφίξιμον ήρχισε να με απειλεί. Ήμουν έτοιμος να
λιποθυμήσω. Προσεπάθησα να συγκρατήσω τον εαυτόν μου με όλας μου τας
δυνάμεις. Ηγωνίσθην να ανθέξω και έδωκα κουράγιον εις τον κλονισμένον
μου εαυτόν. Ήκουσα τα πρώτα βήματα εντός του Ιερού χώρου του Αγίου
Λίθου. Κατόπιν, διέκρινα την σιλουέταν του Πατριάρχου, που έσκυψε δια να
εισέλθει εντός του χώρου του Ζωοδόχου μνήματος.
Εκείνην
ακριβώς την στιγμήν, που η αγωνία μου ευρίσκετο εις φοβεράν υπερέντασιν
μέσα εις την απέραντον νεκρικήν σιγήν, που μόλις ήκουα την αναπνοήν
μου, ήκουσα ένα ελαφρόν συριγμόν. Ήτο παρόμοιος με λεπτήν αύραν πνοής
άνεμου. Και αμέσως είδα ένα γαλάζιον Φως να γεμίζει ολόκληρον τον Ιερόν
χώρον του Ζωοδόχου Τάφου! Το γαλάζιον εκείνον Φως το είδα εις την
συνέχειαν να στριφογυρίζει ως δυνατός ανεμοστρόβιλος, που με την ορμήν
του ξεριζώνει πανύψηλα δένδρα και τα αρπάζει και τα μεταφέρει μίλια
μακριά!
Μέσα από το Φως εκείνο έβλεπα καθαρά τον Πατριάρχην, από το πρόσωπον
του οποίου κυλούσαν χονδρές σταλαγματιές ιδρώτος. Όπως ήτο γονυκλινής,
έφερε το χέρι του και έβαλε το δάκτυλόν του εις τον ανοικτόν χώρον της
Ιεράς φυλλάδος. Εν τω μεταξύ ετοποθέτησεν επί του Ζωοδόχου μνήματος
τεσσάρας δεσμίδας λευκών κεριών από τριάκοντα τρία κεριά η καθεμία. Και
ως να εφωτίζετο από το μυστηριώδες Φως, ήρχισε να αναγιγνώσκει τας
ευχάς.
Τότε, το γαλάζιον εκείνο Φως ήρχισε και πάλιν μίαν ανήσυχον κίνησιν.
Ήτο ένα αφάνταστον και απερίγραπτον στριφογύρισμα, δυνατότερον από το
πρώτον. Και αμέσως ήρχισε να μεταβάλλεται εις ένα ολόλευκον Φως, όπως
περιγράφει ο Ευαγγελιστής την μεταμόρφωσιν του Σωτήρος Χριστού. Εν
συνεχεία το ολόλευκον εκείνον Φως μετεμορφώθη εις έναν ολοφώτεινον υπό
τον ήλιον δίσκον και ενετοπίσθη ακίνητον άνωθεν ακριβώς της κεφαλής του
Πατριάρχου.
Κατόπιν είδα τον Άγιον γέροντα, Πατριάρχην, να παίρνει εις τα χέρια
του τας δεσμίδας των τριάκοντα τριών κεριών. Τας ανύψωσε και έδιδε την
εικόνα της αναμονής…
Και, όπως σιγά-σιγά ύψωνε τα χέρια του – δεν έφθασαν ακόμη εις το
ύψος της κεφαλής του – και αμέσως, εν ριπή οφθαλμού, ως να ήγγισεν επί
αναμμένης καμίνου, ήναψαν αυτομάτως αι τέσσαρες δεσμίδες κεριών!
Αιφνιδίως δε, χωρίς καν να αντιληφθώ, εξηφανίσθη από των οφθαλμών μου ο ολοφώτεινος εκείνος δίσκος.
Τα μάτια μου εγέμισαν δάκρυα! Το σώμα μου κατεκαίετο ολόκληρον και
είχα το αίσθημα ότι με περιέζωναν αδάμαστες φλόγες πυρακτωμένης καμίνου.
Ο ιδρώτας με περιέλουεν από κεφαλής έως ποδών και η αγωνία μου παρέλυεν
ολόκληρον το σώμα μου!
Ο Άγιος γέροντας Πατριάρχης, με καταφανή την συγκίνησιν εις το
πρόσωπόν του απεχώρησεν. Έκανε δύο-τρία βήματα προς τα οπίσω – σεβόμενος
τον Άγιον χώρον – και εξήλθεν εις τον προθάλαμον του Αγίου Λίθου.
Αμέσως μετά την μετάδοσιν του Αγίου Φωτός, ο λαός ήρχισε να αναπέμπει
ύμνους και δοξολογίας εις τον Αναστάντα Χριστόν. Οι κώδωνες του Ιερού
Ναού της Αναστάσεως ήρχισαν να ηχούν χαρμοσύνως! Η γλυκόηχος φωνή των
μετέφερεν εις ολόκληρον τον πιστόν κόσμον της Γης το άγγελμα της
Αναστάσεως.
Κατά το χρονικόν εκείνο διάστημα της χαράς του Αγίου Φωτός και εις το
παραλήρημα του ενθουσιασμένου λαού, μου εδόθη η ευκαιρία, χωρίς να χάσω
καθόλου καιρόν, και, αφού έριξα μίαν σύντομον ματιάν, επήδησα από την
κρύπτην μου εις τον χώρον του Αγίου μνήματος. Και αμέσως ενεφανίσθην εις
τον γέροντά μου, π. Ανατόλιον.
Κατάπληκτος εκείνος από την απροσδόκητον παρουσίαν μου, με ηρώτησε:
“Πώς ευρέθης εδώ, π. Μητροφάνη;”
“Δεν με προσέξατε, γέροντά μου; Εδώ πλησίον σας ήμουν. Ευρισκόμην εις
το πλευρόν σας. Σας υπεσχέθην και ετήρησα την υπόσχεσίν μου”.
Παρήλθεν
αρκετόν χρονικόν διάστημα. Δεν είχα όμως την δύναμιν να αποβάλω από την
φαντασίαν μου την Ουράνιον οπτασίαν! Δεν απεχωρίζετο από την ψυχήν μου η
απερίγραπτος χαρά και συνεχώς επανελάμβανα: “Δόξα Σοι ο Θεός”.
Πολύ αργότερα, εξομολογήθην την πράξιν μου στον ίδιον τον Πατριάρχη, βάζοντάς μου κανόνα δια την παρακοήν μου αυτήν».
Ο π. Μητροφάνης επιχείρησε και μια δεύτερη φορά να δει το Άγιο Φως,
με μόνη διαφορά ότι την δεύτερη αντίκρισε μόνο σκοτάδι, γιατί – όπως
έλεγε – δεν πήγε με αγνή καρδιά όπως την πρώτη φορά, αλλά με την
υπερηφάνεια ότι ήταν ο μόνος που είχε κατορθώσει να δει το Άγιο Φως να
κατεβαίνει.
*
Το βιβλίο παρέμεινε στον ταξιδιωτικό μου σάκο για οκτώ μήνες. Μέχρι
τον Απρίλιο του επόμενου έτους, παραμονές του Πάσχα. Το ξαναθυμήθηκα
όταν η μάνα μου ξεκίναγε το ίδιο τροπάρι, όπως κάθε Μεγαλοβδόμαδο:
«Έλα, ψ’χούλα μ’ να πάμε στην εκκλησά!»
«Άσε μας, ρε μάνα, κι εσύ με τ’ς εκκλησές!»
«Έλα μοναχά στ’ν Ανάσταση, να μην είμαι μοναχή μ’ σαν κούτσουρο!»
«Εγώ μία φορά θα πάω στην εκκλησά», της απάνταγα, «όταν με πάνε τέσσαροι!»
Κούναγε το κεφάλι της περίλυπη η μάνα μου και πέταγε την στερνή κουβέντα της:
«Εγώ δεν έκαμα παιδί, διάολο απ’ τα λαγκάδια γέννησα!» κι έκανε τον
σταυρό της μετανιωμένη, ζητώντας συγχώρεση απ’ τον Ύψιστο για τα λόγια
που ’πε.
Εγώ γέλαγα με τα καμώματα της μάνας μου. Διασκέδαζε με την επιμονή
της γριάς να με σύρει στο… άντρο του σατανά! Τα ’χα λυμένα από χρόνια τα
μεταφυσικά μου. Γεννιέσαι, πεθαίνεις. Ούτε αιωνιότητες ούτε τίποτα.
Ξεράσματα της τύχης και του χάους οι άνθρωποι. Γεννήματα των ανθρώπων οι
θεοί. Οι λαιμαριές είναι για τα βόιδια κι οι αλυσίδες για τα σκυλιά, να
σέρνουν τους χαζούς οι έξυπνοι.
Μα όπως και να το κάνεις, ήταν ωραίο το Μεγαλοβδόμαδο στην εκκλησά,
ειδικά την Μεγάλη Παρασκευή το πρωί, που στόλιζαν οι κοπέλες τον
Επιτάφιο. Ξεχυνόμαστε εμείς τα παιδιά, σαν πεινασμένα κοτσυφάκια, να
κόψουμε φλογισμένες παπαρούνες, σαν του Χριστού το αίμα· κρίνους
δροσερούς, όπως τα δάκρυα της Παρθένου· μοσκομύριστες αλιφασκιές, σαν
τα επιτάφια αρώματα· και μαργαριταρένιες μαργαρίτες, σαν τις ιδροστάλες
στου Ιησού το μέτωπο, που τις βελόνιαζαν οι στολίστρες κι έφκιαναν
λουλουδένια περιδέραια για τις τέσσερις μεριές του Επιταφίου. Το βράδυ,
όλες αυτές οι ευωδιές, αναμειγμένες με μοσκολίβανα και μελισσοκέρια,
έκαναν την καρδιά να λιγώνεται όπως η μάνα του Χριστού κάτω απ’ τον
Σταυρό. Στο τέλος, πέφταμε πάλι τα παιδιά, σαν πεινασμένα κοτσυφάκια, να
ξεστολίσουμε τον Επιτάφιο, να πάρουμε κρίνους για τα εικονίσματα και
λουλουδένια περιδέραια, φκιαγμένα απ’ το χέρι της κοπέλας που
αγαπούσαμε.
Τώρα, τα λουλούδια τ’ αγοράζουν απ’ το ανθοπωλείο. Δεν μοσκοβολάνε τα
τριαντάφυλλα, τα γαρύφαλλα μυρίζουν φυτοφάρμακα και θερμοκήπιο. Δεν
γίνεται τσακωμός ποιος θα τα πάρει το βράδυ. Ο παπάς γέρασε, ο ψάλτης
πέθανε, τα στασίδια σκέβρωσαν, οι εικόνες ξεθώριασαν…
Και ν’ άκουγα την μάνα μου, και να ’θελα να πατήσω στην εκκλησά, την ίδια την ζωή μου θα κήδευα παρά τον Χριστό.
Είκοσι
χρόνια στην Αθήνα δεν ήταν λίγα. Άλλαξαν πολλά στο χωριό. Βρήκα τους
φίλους μου γερασμένους, τους λόγγους ξεριζωμένους, τα ρέματα μπαζωμένα,
τα χαμόσπιτα σπιταρόνες, πισίνες τ’ αλώνια.
«Ποια εκκλησά, ρε μάνα!» μονολόγησα. Έτσι στριμωγμένη που ήτανε κι
εκείνη ανάμεσα σε δυο διώροφα, έμοιαζε με ξεχασμένο μπακαλικάκι του
εξήντα.
Πρώτο Πάσχα στο χωριό μετά από τόσα χρόνια στην Αθήνα. Είπα να ’ρθω και μια φορά άνοιξη, όχι μόνον καμιά φορά τα καλοκαίρια.
Άλλο πράγμα η άνοιξη! Φόραγε η φύση τα καλά της, χαλιά πολύχρωμων
ανθών έστρωνε να περάσεις κι έκοβες τις μοσκοβολιές με το μαχαίρι.
Όμως, είχε και την μοναξιά του το χωριό. Τους άγνωστους που
γεννήθηκαν όσο έλειπα, τους άγνωρους που γινήκανε όσοι ήξερα, τους
αγύριστους που φύγανε και δεν πρόλαβα. Οι αγαπημένες μου γωνιές σαν
χαλασμένες φωλιές. Και οι αχάλαστες γεμάτες φίδια φαρμακερά – τις
αναμνήσεις. Περιδιάβαινα τις γειτονιές λες και περπάταγα σε ξένα όνειρα.
Μα μήπως κι εγώ ήμουν ίδιος; Ένα άλμπουμ, σαν εκείνα που κόλλαγα
ποδοσφαιριστές, έμοιαζε η ζωή μου. Κάποιες εικόνες έλειπαν κι ήταν πλέον
αργά να τις συμπληρώσω…
«Πάμε ψ’χούλα μ’ στην εκκλησά! Κάμε στ’ μανούλα σ’ το χατίρι!»
επανέκαμψε δριμύτερη η γριά, μπαίνοντας απ’ την άλλη πόρτα της κουζίνας.
Χαμογέλασα με κατανόηση. Κι αγκαλιάζοντάς την, έχωσα το μούτρο μου στα μαλλιά της, εισπνέοντας μέχρι τα πνευμόνια μάνα!
«Πάλε πετρελαίωσες τα μαλλιά σου;» την μάλωσα.
«Οι ψύλλοι σκαίνονται το πετρέλαιο όπως εσύ την εκκλησά!» πέταξε το καρφί της εκείνη.
«Λοιπόν!» είπα με ξαφνική έξαψη. «Θα ’ρτω το Μέγα Σάββατο!» και
θυμήθηκα τις εποχές που έριχνα φωτοβολίδες στην Ανάσταση και κροτίδες
κάτω απ’ την πόρτα της εκκλησάς για να σκιάζονται οι κοπέλες και να…
βλαστημάει ο παπάς.
Έλαμψε το πρόσωπο της γριάς, όπως η γανωμένη κατσαρόλα που τρίφτηκε
με σύρμα ψιλό, και χύμηξε στην αγκαλιά μου κλαίγοντας γοερώς.
«Έλα, καμάρι μου, κι ο παπάς είπε πως θα πάρουμε το Άγιο Φως κατευθείαν απ’ τα Γεροσόλυμα, απ’ του Χριστού τον Τάφο!»
«Το Άγιο Φως…» ψέλλισα, μειδιώντας. Και κλείστηκα στην κάμαρή μου με
την μούρη στο βιβλίο, ενώ έξω έλαμπε ο ήλιος – χαρά Θεού – κι ήταν η
φύσις όλη ένας μεγάλος Επιτάφιος, που ο μέλισσες έψαλλαν το «ω, γλυκύ
μου έαρ» στους μίσχους των ανθών, και τα χελιδόνια στων μπαλκονιών τους
νάρθηκες κλωσούσαν ήδη το «Χριστός Ανέστη!»
Μέρος της διήγησης του Μητροφάνη βρήκα σε δύο βίντεο στο διαδίκτυο.
Εκεί η γλώσσα του ήταν απλοϊκή, σχεδόν ασύνδετη, τα κενά μεγάλα μεταξύ
των λέξεων. Καμία σχέση με το δομημένο καθαρευουσιάνικο κείμενο του
βιβλίου. Ηλίου φαεινότερον πως ο συγγραφέας καλλώπισε την μαρτυρία,
αφήνοντας υπόνοιες αλλοίωσης του κειμένου, όπως ακριβώς συνέβη και με
τους λόγους του Παϊσίου όταν κυκλοφόρησαν σε επίσημο βιβλίο: τόσο λόγιες
οι εκφράσεις, που ήταν σαν να έπινες νερό εμφιαλωμένο, ενώ ο λόγος του
Γέροντα κατευθείαν απ’ την πηγή:
«Πέρασες, παιδί μου, απ’ τον σκουπιδότοπο καθώς ήρθες; Είδες πώς
έλαμπαν τα κονσερβοκούτια στον ήλιο; Ένα κονσερβοκούτι είμαι κι εγώ: η
Χάρη του Θεού είναι που αστράφτει πάνω μου – εμένα λογάριαζέ με για
σκουπίδι!»
Κι
αλλού: «Το ταγκαλάκι – έτσι έλεγε το διαβολάκι ο Άγιος – δεν νοιάζεται
αν κάνεις αγαθοεργίες, αν πας στην εκκλησία, αν προσεύχεσαι, αν
ταπεινώνεσαι. Καρφί δεν του καίγεται! Ένα πράγμα μόνον το νοιάζει: ΓΙΑΤΙ
το κάνεις! Ποιο είναι το κίνητρό σου! Η πράξη προέρχεται απ’ το σώμα,
το κίνητρο εκπορεύεται απ’ την ψυχή. Δεν θέλει το εφήμερο περιτύλιγμα το
ταγκαλάκι, αλλά την αθάνατη ουσία σου, παιδί μου!»
Ο Μητροφάνης τον καιρό εκείνον, που τον βλέπουμε στο βίντεο,
βρίσκεται μάλλον στο Χαρίσειο γηροκομείο, στην Θεσσαλονίκη. Σχεδόν
κουφός, αναγκάζει πολλάκις τον συγγραφέα του βιβλίου να επαναλαμβάνει
τις ερωτήσεις. Παραλείπει πράγματα, και ο Αρχιμανδρίτης π. Σάββας
Αχιλλέως του τα υπενθυμίζει λέγοντάς του: «Πριν μου το είπες, το
ξέχασες;»
Δεν φαίνεται να τα πηγαίνει καλά με τις λεπτομέρειες. Στο όγδοο λεπτό
και είκοσι εννιά δευτερόλεπτα του παλαιότερου βίντεο λέει πως θυμάται
σαν τώρα την 4η Ιουλίου 1921, ημέρα Παρασκευή. Η 4η
Ιουλίου 1921 ήταν ημέρα Τετάρτη. Πληθώρα άλλων αναφορών ταιριάζουν
μόνον κατά προσέγγιση με την έντυπη αφήγηση ή παραλείπονται. Η συγκίνηση
του Μητροφάνη, που εμποτίζει τις σελίδες του βιβλίου, στο βίντεο
εξατμίζεται. Μιλάει για την θέαση του Παναγίου Φωτός λες και μιλάει για
τον καιρό. Αλλά ακόμα και στην έγγραφη διήγηση, παραξενεύει η φράση:
“Αυτή η κρύπτη είναι άγνωστος εις όλους. Μόνος εγώ την γνωρίζω”. Είναι
δυνατόν σ’ ένα τόσο μικρό χώρο, όπως αυτόν που καταλαμβάνει το Ιερό
Κουβούκλιο, να υπάρχει ολόκληρη κρύπτη – ένας τρούλος με αγιογραφία πάνω
απ’ τον Τάφο – και να μην την γνώριζε άλλος κανείς;
Ανέτρεξα στα σχόλια των βίντεο:
«Την ευχή σου, παππούλη, την ευλογία σου να έχουμε όλοι και να έχουμε
και την ευχή και την ευλογία του Αγίου Σάββα του Αχιλλέως».
«Δεν χρειαζόμαστε θαύματα για να πιστεύουμε. Και μόνο το ότι υπάρχουμε, είναι θαύμα».
«Ο π. Μητροφάνης για μένα είναι Άγιος! Τον γνώρισα στην Θεσσαλονίκη και έγινε και Θαύμα! Δόξα τον Τριαδικό Θεό μας!»
«Θα μπορούσατε να βάλετε υπότιτλους σε αυτά που λέει ο γέροντας,
γιατί είναι όλα πολύ σημαντικά, αλλά τα λέει λίγο περίεργα λόγω
γήρανσης…»
«Δεν νομίζω να είχε λόγο να πει ψέματα. Και πώς σκέφτηκε τόσες
λεπτομέρειες, για το πώς να ανεβεί και να κρυφτεί χωρίς να τον πάρει
χαμπάρι κανείς, αν δεν στέκει στα μυαλά του;»
«Αφού ήταν βέβαιος ότι είδε το Άγιο Φως να βγαίνει με θαύμα, ΓΙΑΤΙ
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΕΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΚΑΝΕ ΤΟ ΙΔΙΟ ΚΟΛΠΟ, όπως είχε πει σε άλλη
συνέντευξη;»
«Η αφή του Φωτός το Μεγάλο Σάββατο ΔΕΝ ΜΑΡΤΥΡΕΙΤΑΙ ΠΡΙΝ ΤΟΝ 9ο ΑΙΩΝΑ
από καμία πηγή. Κι αυτό, γιατί τότε το εφηύραν οι Καθολικοί».
«Ο Κοραής, ο πνευματικός ηγέτης της Ελληνικής Επανάστασης, στο
αποκαλυπτικό του σύγγραμμα με τίτλο: “Διάλογος περί του εν Ιεροσολύμοις
Αγίου Φωτός”, 1826, αναφέρει: “Μην πιστεύετε όσα λέγουν περί του Aγίου
Φωτός. Το Άγιον Φως είναι πλάσμα ασεβές και αναίσχυντον. Πλάσμα Λατίνων
μοναχών και φραγκοπατερικών γέννημα. Μηχανουργήματα λαοπλάνων ιερέων τα
εξ ουρανού ψευδοκατέβατα φώτα. Όνειδος και αίσχος, στρατηγούμενον από
θρασυτάτους θαυματοπλάστας. Μοναχοί, θρασύτατοι γόητες, επενόησαν το
θαύμα του Αγίου Φωτός δια να ενισχύσουν τον ηλίθιον ζήλον των
προσκυνητών. Στρατεύματα μεθυσμένων προσκυνητών, που δεν αισχύνονται να
ονομάζονται χατζήδες, και αξιοθρήνητοι, κατ’ έτος τρέχοντες, μωροί και
πλανημένοι προσκυνηταί του θαύματος».
«Ο
δημοσιογράφος Δημήτρης Αλικάκος παρουσιάζει σε βιβλίο του την πρώτη
ιστορικά καταγεγραμμένη συνέντευξη του εν ενεργεία
|
Εδώ σε αυτή τη θέση στεκόταν ο Ρωμαίος εκατόνταρχος Λογγίνος με τους στρατιώτες του, οι οποίοι βλέποντας την έκλειψη του ηλίου και τον σεισμό την ώρα κατά την οποία ο Κύριος παρέδωσε το πνεύμα Του, φοβήθηκαν και ομολόγησαν: «αληθώς, Θεού υιός ην ούτος» (Ματθ. κζ’, 54). |
σκευοφύλακα του
Πατριαρχείου Ιεροσολύμων (Αρχιεπισκόπου Ιεραπόλεως Ισιδώρου), στην οποία
παραδέχεται (υπάρχει η καταγραφή και σε βίντεο) πως την “Ακοίμητη
Κανδήλα”, που βάζει σβηστή από το 2006 μέσα στον Πανάγιο Τάφο το πρωί
του Μεγάλου Σαββάτου, την ανάβει ο ίδιος με αναπτήρα για να την βρει
αναμμένη ο Πατριάρχης. Μάλιστα, ανάβει και δεύτερη ως “ασφαλιστική
δικλείδα”. Υπάρχει βίντεο με αναμμένο φως, ενώ μπαίνει ο Πατριάρχης στον
– κατασκότεινο, και καλά – Πανάγιο Τάφο! Την ίδια ακριβώς παραδοχή
κάνει και ο πρώην (1984-1988) σκευοφύλακας, Αρχιεπίσκοπος Νικηφόρος, με
την διαφορά ότι εκείνος για τέσσερα χρόνια χρησιμοποιούσε σπίρτα. Τέλος,
στο βιβλίο του ο δημοσιογράφος αναφέρει το χρονικό της διαγραφής της
λέξης “θαύμα” από την επίσημη ιστοσελίδα του Πατριαρχείου στις 23.6.2018
με εντολή του Πατριάρχη Θεόφιλου Γ´».
«Επικριτικός απέναντι στην υπόθεση Άγιο Φως στέκει και ο συγγραφέας
Χρήστος Γιανναράς, που χαρακτηρίζει την όλη διαδικασία «θρησκευτικό
πρωτογονισμό».
«Σύμφωνα με την παλαιά περιγραφή της ιστοσελίδας του Πατριαρχείου, “η
λυχνία, της οποίας γίνεται χρήση στην ιερή τελετή, μεταφέρεται και (…)
τοποθετείται στον Πανάγιο Τάφο”, χωρίς να διευκρινίζεται αν αυτή είναι
αναμμένη ή όχι. Σύμφωνα με τη νέα περιγραφή στον επίσημο ιστότοπο, που
αναρτήθηκε στις 23 Ιουνίου 2018, δεν γίνεται ΠΟΥΘΕΝΑ λόγος για “θαύμα”,
αλλά για “τελετή”. Επίσης, στην σχετική ετήσια ανακοίνωση της
Αρχιγραμματείας του Πατριαρχείου για το Πάσχα, δεν γίνεται κανένας λόγος
για θαυματουργή αφή του Αγίου Φωτός».
«Tο Άγιο Φως βγαίνει με θαύμα, απόδειξη ότι ΔΕΝ ΚΑΙΕΙ για τα πρώτα λεπτά!»
«Ο ισχυρισμός ότι το Άγιο Φως δεν καίει για τα πρώτα λεπτά, δεν
αποδεικνύεται με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα. Παρά την εκτενή αναζήτησή
μου, δεν κατάφερα να βρω έστω και ένα βίντεο όπου κάποιος πιστός να
κρατάει τη φλόγα σταθερή (χωρίς να την κινεί καθόλου) πάνω σε ακάλυπτο
μέρος του σώματός του, έστω για δέκα δευτερόλεπτα. Το αβλαβές άγγιγμα
της φλόγας, με τον τρόπο που έχει καταγραφεί μέχρι τώρα από τους
πιστούς, είναι απολύτως εφικτό και με “φυσιολογική φλόγα”. Αυτό
συμβαίνει όταν η φλόγα δεν μένει σταθερή, αλλά ακουμπά το ίδιο μέρος του
σώματος περιοδικά (κίνηση πέρα-δώθε), οπότε στο μεταξύ διάστημα, αυτό
το μέρος του σώματος προλαβαίνει να ψυχρανθεί αρκετά ώστε να μην καεί».
«Η ευχή την οποία αναπέμπει ο Πατριάρχης προ της αφής πάνω από τον
Πανάγιο Τάφο, σε ανάμνηση της θυσίας και της τριημέρου Αναστάσεως του
Χριστού και απευθυνόμενος στο Θεό, είναι: “Διά τοῦτο, ἐκ τοῦ ἐπί τοῦτον
τόν φωτοφόρον σου Τάφον ἐνδελεχῶς καί ἀειφώτως ἐκκαιομένου φωτός εὐλαβῶς
λαμβάνοντες διαδιδόαμεν τοῖς πιστεύουσιν εἰς σέ τό ἀληθινόν φῶς καί
παρακαλοῦμεν καί δεόμεθά σου, Πανάγιε Δέσποτα, ὅπως ἀναδείξης αὐτό
ἁγιασμοῦ δῶρον…” Δεν μιλάει πουθενά για θαύμα. Η φράση “ἐνδελεχῶς καί
ἀειφώτως ἐκκαιομένου φωτός εὐλαβῶς λαμβάνοντες”, κάνει λόγο ξεκάθαρα για
την Ακοίμητη Κανδήλα – από κει ανάβει τα κεριά του ο Πατριάρχης».
«Η αμφισβήτηση υπάρχει και θα υπάρχει ακόμα και για εμάς τους πιστούς».
«Πίστευε και μη ερεύνα!»
«Βασικά το σωστό είναι “Πίστευε και μη, ερεύνα”, δηλαδή πιστεύεις δεν πιστεύεις, ερεύνα!»
«Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, κάποτε δεν ήμουν απλώς σαν κι εσάς που
αμφισβητείτε, αλλά πολέμησα σθεναρώς την πίστη με λογικά επιχειρήματα,
επιστημονικά και ιστορικά. Χαίρομαι τώρα πραγματικά αυτούς που είναι
απέναντί μου και με ειρωνεύονται, όπως κάποτε έκανα κι εγώ. Ακούω εμένα
σε αυτούς και χαμογελώ, γνωρίζοντας ότι κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα,
θα τους έχω παρέα στην από δω πλευρά. Καλό Πάσχα και Καλή Ανάσταση!»
Έγειρα
στην καρέκλα κι έκλεισα τα μάτια. Φαντάστηκα τον Πανάγιο Τάφο
κατασκότεινο. Τον Μητροφάνη σκαρφαλωμένο στο κοίλωμα του τρούλου να
περιμένει. Ν’ ανάβει πού και πού τον φακό του και να κοιτάζει κάτω.
Ξάφνου, ανοίγει η πόρτα και εισέρχεται ο Πατριάρχης. Η πόρτα ξανακλείνει
ερμητικά. Απόλυτο σκοτάδι! Πώς βλέπει ο Πατριάρχης πού να κατευθυνθεί;
Πώς βρίσκει το βιβλίο πάνω στον Τάφο; Με τι φως διαβάζει την ευχή των
δύο πυκνογραμμένων σελίδων; Τάχα την ξέρει απ’ έξω; Τότε προς τι το
βιβλίο και η σημαδεμένη σελίδα με κερί για σελιδοδείκτη;
Λέει ο Μητροφάνης: «Άναψα τον φακόν που είχα μαζί μου και είδα επί
του Παναγίου και Ζωοδόχου μνήματος την Αγίαν Κανδήλαν σβηστήν. Κατόπιν,
διέκρινα την σιλουέταν του Πατριάρχου, που έσκυψε δια να εισέλθει εντός
του χώρου του Ζωοδόχου μνήματος. Εκείνην ακριβώς την στιγμήν, που η
αγωνία μου ευρίσκετο εις φοβεράν υπερέντασιν μέσα εις την απέραντον
νεκρικήν σιγήν, που μόλις ήκουα την αναπνοήν μου, ήκουσα ένα ελαφρόν
συριγμόν. Ήτο παρόμοιος με λεπτήν αύραν πνοής ανέμου. Και αμέσως είδα
ένα γαλάζιον Φως να γεμίζει ολόκληρον τον Ιερόν χώρον του Ζωοδόχου
Τάφου!»
Δηλαδή, πριν καν διαβαστεί η ευχή, το Φως βγαίνει, λες και θέλει να
φέξει στον Πατριάρχη, ο οποίος βαδίζει προς τον Τάφο σαν να βλέπει, ενώ
δεν έχει δει το oυράνιο Φως!
Με τα μάτια κλειστά φαντάζομαι την σκηνή από την αρχή, αλλιώς:
Ο Πατριάρχης εισέρχεται στον Τάφο, πάνω του καίει η Ακοίμητη Κανδήλα. Το φως είναι αρκετό για την ανάγνωση της ευχής.
Αρχίζει να διαβάζει: «Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἡ ἀρχίφωτος σοφία
τοῦ ἀνάρχου Πατρός. Ὁ φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὁ εἰπών ἐκ σκότους φῶς
λάμψαι, ὁ εἰπών γενηθήτω φῶς καί ἐγένετο φῶς, Κύριε, ὁ τοῦ φωτός
χορηγός, ὁ ἐξαγαγών ἡμᾶς ἀπό τοῦ σκότους τῆς πλάνης καί εἰσαγαγών εἰς τό
θαυμαστόν φῶς τῆς σῆς ἐπιγνώσεως…»
Τώρα ακούμε τον «ελαφρόν συριγμόν, παρόμοιο με λεπτήν αύραν πνοής
ανέμου και ένα γαλάζιον Φως γεμίζει ολόκληρον τον Ιερόν χώρον».
Ο Πατριάρχης δεν βλέπει τίποτα, προσηλωμένος στο βιβλίο συνεχίζει την
ευχή: «Εὐχαριστοῦμεν σοι, ὅτι διά τῆς εὐσεβοῦς πίστεως μετήγαγες ἡμᾶς
ἀπό σκότους εἰς φῶς καί γεγόναμεν υἱοί διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος,
θεασάμενοι τήν δόξαν σου πλήρη οὖσαν χάριτος καί ἀληθείας· ἀλλ᾿ ὦ
φωτοπάροχε Κύριε· ὁ τό μέγα φῶς ὤν, ὁ εἰπών, ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν
σκότει…»
Τότε – δίνουμε τον λόγο στον Μητροφάνη – «το γαλάζιον εκείνο Φως
ήρχισε και πάλιν μίαν ανήσυχον κίνησιν. Ήτο ένα αφάνταστον και
απερίγραπτον στριφογύρισμα, δυνατότερον από το πρώτον. Και αμέσως ήρχισε
να μεταβάλλεται εις ένα ολόλευκον Φως, όπως περιγράφει ο Ευαγγελιστής
την μεταμόρφωσιν του Σωτήρος Χριστού. Εν συνεχεία το ολόλευκον εκείνον
Φως μετεμορφώθη εις έναν ολοφώτεινον υπό τον ήλιον δίσκον και ενετοπίσθη
ακίνητον άνωθεν ακριβώς της κεφαλής του Πατριάρχου. Κατόπιν είδα τον
Άγιον Γέροντα, Πατριάρχην, να παίρνει εις τα χέρια του τας δεσμίδας των
τριάκοντα τριών κεριών. Τας ανύψωσε και έδιδε την εικόνα της αναμονής…
Και, όπως σιγά-σιγά ύψωνε τα χέρια του – δεν έφθασαν ακόμη εις το ύψος
της κεφαλής του – και αμέσως, εν ριπή οφθαλμού, ως να ήγγισεν επί
αναμμένης καμίνου, ήναψαν αυτομάτως αι τέσσαρες δεσμίδες κεριών!»
O Πατριάρχης – συνεχίζω με την φαντασία μου – λίγο πριν ανάψει τα
κεριά απ’ την Ακοίμητη Κανδήλα, χαμηλώνει το κεφάλι με σεβασμό στο
καθαγιασμένο Φως. ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΙ πως τα κεριά ανάβουν πριν καν αγγίξουν την
Κανδήλα!
Λίγο αργότερα, ο Μητροφάνης τον επισκέπτεται και του εκθέτει το
γεγονός κλαίγοντας σαν απείθαρχο παιδί. Λύνεται στα γόνατα. Ο Πατριάρχης
σκύβει και τον αγκαλιάζει. Κλαίει μαζί του, σαν παιδί κι αυτός, που
απίστησε σ’ έναν μεγαλύτερο πατέρα, τον ίδιο τον Θεό.
«Αδελφέ,
Μητροφάνη, συγχώρεσέ με! ΔΕΝ ΕΙΔΑ το Φως, δεν είδα το θαύμα! Εγώ ο
πιστός, είμαι πιο άπιστος από σένα, που παραδέχτηκες την απιστία σου και
ΕΙΔΕΣ! Νόμιζα πως η ευσπλαχνία του Θεού δεν μπορεί να είναι τόσο
μεγάλη, ώστε να την δείξει στον αμαρτωλό εμένα. Ακόμα χειρότερα, πίστευα
πως το Φως είναι ένας θρύλος, που διατηρήθηκε ως τα σήμερα από τους
προγενέστερους κι έπρεπε να τον διαφυλάξω. Το Φως, όμως, είναι ΠΑΝΤΑ
ΕΚΕΙ, όπως κι ο Θεός πανταχού παρών, μα το βλέπουν μόνον οι ολίγοι και
οι εκλεκτοί!»
«Οι κώδωνες του Ιερού Ναού της Αναστάσεως» συνέχιζαν «να ηχούν
χαρμοσύνως! Η γλυκόηχος φωνή των μετέφερεν εις ολόκληρον τον πιστόν
κόσμον της Γης το άγγελμα της Αναστάσεως».
Τότε σήμανε και η καμπάνα της εκκλησάς του χωριού μου. Η μάνα μου άνοιξε την πόρτα και με βρήκε να κλαίω.
«Τι έπαθες, ψ’χούλα μ’; Μπας και δεν θέλεις να ’ρτεις στην εκκλησά και σ’ ανάγκασα;»
Την έσφιξα στην αγκαλιά μου, λες και κρατούσα την τελευταία σανίδα
απ’ το ναυάγιο της ζωής μου, πριν χαθώ για πάντα στον βυθό. «Ένας
ελαφρύς συριγμός» ακούστηκε στην κάμαρα «παρόμοιος με λεπτήν αύραν πνοής
ανέμου». Στα μάτια της τα καστανά τρεμόπαιξε ένα φως γαλάζιο…
«Θα ’ρτω μάνα! Θα ’ρτω! Χρόνια με παρακαλάς και ποτέ δεν ήρτα!»
Και κίνησα για την εκκλησά, πίσω εγώ και μπροστά η πεθαμένη μάνα μου.
†
Ναί, Κύριε, καί ὡς ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ τοῖς ἐν σκότει καί σκιᾷ
θανάτου καθημένοις φῶς ἔλαμψας, οὕτω σήμερον λάμψον ἐν ταῖς καρδίαις
ἡμῶν τό σόν ἀκήρατον φῶς, ἵνα διά τούτου φωτιζόμενοι καί θερμαινόμενοι
ἐν τῇ πίστει δοξάζομέν σε τό μόνον ἐκ μόνου τοῦ άρχιφώτου φωτός ἱλαρόν
φῶς εἰς τούς ἀτελευτήτους αἰώνας. Ἀμήν.
*
Την Τρίτη του Πάσχα πέρασα απ’ τον εκδοτικό οίκο να παραλάβω ένα
γράμμα που έφτασε για μένα. Στον φάκελο υπήρχε το λογότυπο της Μονής
Αγίας Ελεούσης Αχαΐας.
Όλο περιέργεια, άνοιξα βιαστικά να διαβάσω:
«Αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ, Δημήτριε! Είμαι η γερόντισσα Μεθοδία.
Είχαμε γνωριστεί στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών στα τέλη του
περασμένου Αυγούστου, αν θυμάσαι. Μαζί μου ήταν και η αδελφή Θεονύμφη,
στην οποία χάρισες για την εορτή της το βιβλίο με τα διηγήματά σου. Από
κει βρήκα την διεύθυνση να σου γράψω. Δέξου τα ειλικρινή μου
συγχαρητήρια, ειδικά για το “Κλήμα Λάζαρος” και τα χριστιανικά νοήματα
που περνάει. Ξεχώρισα ακόμα τα κάτωθι: “Το χωριό με τις γάτες”, “Ο
μαγικός κόσμος των πουλιών”, “Στον τόπο” και “Μαρία η Κουτσοχέρω”. Το
διήγημα “Μοναχός Νικηφόρος” έγινε αφορμή για το γράμμα αυτό. Τόσο πολύ
συγκινήθηκαν οι αδελφές εδώ στο μοναστήρι, που αποφασίσαμε να
διοργανώσουμε προσκυνηματική εκδρομή στην Λευκάδα, προκειμένου να
λάβουμε την Χάρη της πανσέπτου Φανερωμένης και να γνωρίσουμε τον άγιο
ηγούμενο από κοντά. Εσωκλείω τηλέφωνο επικοινωνίας για να κανονίσουμε
τις λεπτομέρειες. Η αδελφή Θεονύμφη σου στέλνει τους χαιρετισμούς της
και την εν Χριστώ αγάπη της, αδελφέ μας! Καλή αντάμωση!»
*
Μια
νύχτα είδα στον ύπνο μου την μανούλα. Εκείνη νέα κι εγώ παιδί. Με
κρατούσε απ’ το χεράκι και περπατούσαμε ξυπόλυτοι πάνω σ’ αναμμένα
κάρβουνα.
«Γιατί δεν καίνε;» την ρώτησα.
«Αφού σε κρατάω!» απάντησε.
Διαβήκαμε έναν ποταμό που το νερό ήταν αίμα.
«Ποιανού είναι το αίμα;» απόρησα.
«Δεν είναι αίμα!» ψιθύρισε.
«Τότε τι είναι;»
«Δάκρυα…»
«Και ποιος χύνει κόκκινα δάκρυα;»
Γύρισε και με κοίταξε… με δυο πληγές αντί για μάτια!
«Ακόμα κλαις για μένα, ρε μάνα;» της είπα και την αγκάλιασα.
Τότε, τα κόκαλά της τρίφτηκαν σαν φελιζόλ κι απόμεινε στα χέρια μου το μαύρο της μαντήλι.
Το χώμα σάλεψε σαν κύμα κάτω απ’ τα πόδια μου, λες και βούλιαζα στην θάλασσα και πήγαινα στον πάτο.
Στον βυθό του ονείρου κοιμόταν γαλήνια η Θεονύμφη, όπως νεκρή γοργόνα
σε σφουγγαρένιο φέρετρο με άνθη κοραλλένια σκεπασμένη. Πάνω στο στήθος
της ανοιγμένο το βιβλίο μου σαν όστρακο.
«Ένας ελαφρύς συριγμός, παρόμοιος με λεπτήν αύραν πνοής ανέμου» ακούστηκε κι η κοπέλα ψιθύρισε με κλειστά βλέφαρα:
«Θα τα βγάλω τα ράσα! Θέλω να ντυθώ το σχήμα του κορμιού σου!»
Πισωπάτησα τρομαγμένος.
Ακατάληπτα λόγια ψέλλιζαν τα χείλη της:
«Άγγελος πρωτοστάτης, ουρανόθεν επέμφθη… χαίρε, του πεσόντος Αδάμ η
ανάκλησις… χαίρε, των δακρύων της Εύας η λύτρωσις… εκ νεκρών θανάτω,
θάνατον πατήσας…»
Ευθύς, άνοιξε τα μάτια της, και το γαλάζιο εκείνο φως που έβγαινε από
μέσα τους «ήρχισε μίαν ανήσυχον κίνησιν. Ήτο ένα αφάνταστον και
απερίγραπτον στριφογύρισμα» σαν δίνη…
Ξύπνησα αλαφιασμένος και τα δόντια μου κροτάλιζαν, λες και ψηνόμουν στον πυρετό.
«Το ίδιο, πάλι, όνειρο;» με ρώτησε αναστατωμένη η γυναίκα μου.
«Το ίδιο, πάλι το ίδιο, Μαρία…» ψιθύρισα αποκαμωμένος.
Μαρία! Κοινότοπο όνομα, είν’ αλήθεια. Μα το προτιμώ – τόσο γήινο, τόσο ανθρώπινο και χειροπιαστό – απ’ το προγενέστερο – το ουράνιο, το υπερκόσμιο και άπιαστο – το Θεονύμφη…
«Σήκω,
καμάρι μου!» με παρότρυνε η Μαρία, «θα σημάνει σε λίγο για την
Ανάσταση! Φέτος θα πάρουμε το Άγιο Φως κατευθείαν απ’ τα Γεροσόλυμα, απ’
του Χριστού τον Τάφο!»
Της έβαλα το μαντήλι που κράταγα στα μαλλιά. Μα τι
περίεργο: το μαύρο εκείνο ύφασμα, μόλις ακούμπησε στο κεφάλι της έμοιαζε
γαλάζιο – «ένα αφάνταστο και απερίγραπτο γαλάζιο» που ταίριαζε απόλυτα
με τα μάτια της!
Ξάφνου, τα σεντόνια γέμισαν αίμα! Τα μάτια της έγιναν πληγές…
Στέκονταν αντίκρυ μου τώρα μια μαυροντυμένη – ίδια η Μαρία η
Μαγδαληνή – και το δωμάτιο μεταμορφώθηκε σε πέτρινο τάφο της εποχής του
Χριστού!
Μπροστά μου ένας σκελετός τυλιγμένος με υπολείμματα σαβάνου…
Ήταν… Εκείνος;
Δεν… αναστήθηκε, λοιπόν;
Άρχισα να ζαλίζομαι… κι έπεσα στο δάπεδο σφαδάζοντας σαν
δαιμονισμένος, λες και μου τρύπαγε την καρδιά πύρινη ρομφαία! Το ταβάνι
σχίστηκε, όπως το παραπέτασμα του Ναού, και ψαλμωδίες ήχησαν. «Από το
βάθος επρόβαλε μία ωραιοτάτη εικόνα ψηφιδωτή του Αναστάντος Κυρίου! Δύο
ουράνιοι άγγελοι με ολόλευκον στολήν εκάθηντο επί του μνημείου. Αι
Μυροφόροι γυναίκες “Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και
Σαλώμη” μετά της Παναγίας ητένιζον τους ουράνιους στρατιώτας. Τα
ψηφιδωτά ολοκλήρου της Αγίας Εικόνος ήσαν ποτισμένα από χρυσάφι…»
Και τότε… σάλεψε! Η εικόνα ζωντάνευε ολοένα… Ο Χριστός πλησίαζε…
Έβαλα τρομαγμένος το χέρι μπροστά απ’ το πρόσωπό μου. Λίγο ακόμα και θ’
ακουμπούσαν τα δάχτυλά μου επί τον τύπον των ύλων…
Ξύπνησα με ρίγη σ’ ολόκληρο το σώμα μου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που
έβλεπα όνειρο μέσα σε όνειρο, με την ίδια ευκολία που κάποιος διαβαίνει
απ’ την μια κάμαρα στην άλλη.
Έψαξα για το γράμμα της Μεθοδίας…
Τίποτα! Όνειρο κι αυτό…
Το βιβλίο με την ιστορία του Μητροφάνη τουλάχιστον υπήρχε;
Ευτυχώς ήταν δίπλα μου.
ΤΟΤΕ, ήχησε και η καμπάνα της εκκλησάς του χωριού μου, σαν ξυπνητήρι χαλκόχυτο που σήμαινε ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ:
Η μάνα μου ΔΕΝ άνοιξε την πόρτα και με βρήκε να κλαίω.
ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΙΠΕ: «Τι έπαθες, ψ’χούλα μ’; Μπας και δεν θέλεις να ’ρτεις στην εκκλησά και σ’ ανάγκασα;»
ΔΕΝ την έσφιξα στην αγκαλιά μου, λες και κρατούσα την τελευταία
σανίδα απ’ το ναυάγιο της ζωής μου, πριν χαθώ για πάντα στον βυθό.
ΔΕΝ ακούστηκε «Ένας ελαφρύς συριγμός” στην κάμαρα “παρόμοιος με λεπτήν αύραν πνοής ανέμου».
Στα μάτια της τα καστανά ΔΕΝ τρεμόπαιξε ένα φως γαλάζιο…
ΔΕΝ ΤΗΣ ΕΙΠΑ «Θα ’ρτω μάνα! Θα ’ρτω! Χρόνια με παρακαλάς και ποτέ δεν ήρτα!»
ΔΕΝ κίνησα για την εκκλησά, πίσω εγώ και μπροστά η πεθαμένη μάνα μου.
Μόνο στράφηκα στην μόνη μάνα που μου απόμεινε ζωντανή, στην ΠΟΙΗΣΗ,
κι απήγγειλα – σαν αναστάσιμο τροπάριο – τους στίχους του Πέδρο Καλδερόν
ντε λα Μπάρκα, Η ζωή είναι όνειρο, Δράμα σε τρεις «ημέρες», σε
μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου:
Τι είν’ η ζωή; Ένα ψέμα, μια αυταπάτη,
μια χίμαιρα, μια σκιά. Στιγμή στου απείρου
το χάος είν’ ό,τι φαίνεται μεγάλο.
Γιατί η ζωή είν’ ένα όνειρο, τι άλλο!
Και τα όνειρα, είναι όνειρο του ονείρου.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!
~~~
* του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ.
** Αναδημοσίευση από το λογοτεχνικό και ποιητικό διαμάντι ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
~~~
Apppendix
- «Ο Πατριάρχης ανάβει την λαμπάδα του από την ακοίμητη κανδήλα, που βρίσκεται πάνω στον Πανάγιο Τάφο.»
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΕΤΣΗΣ,
Μέγας πρωτοπρεσβύτερος Οικουμενικού Πατριαρχείου,
ΤΟ ΒΗΜΑ, 21.4.2006
- Το Πατριαρχείο Iεροσολύμων είναι ο
μεγαλύτερος ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας στο Iσραήλ, μετά το ίδιο το
κράτος του Iσραήλ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 20% έως 30% των ακινήτων
στην Παλαιά Πόλη της Iερουσαλήμ ανήκει στο Πατριαρχείο.
- Aνάμεσά τους τα
τρία πιο σημαντικά μνημεία των Aγίων Tόπων αλλά και τα πιο σημαντικά
κτήρια του Iσραήλ: η ίδια η Bουλή (Kνεσέτ), η Mεγάλη Συναγωγή και η
κατοικία του πρωθυπουργού. Σύνολο αξίας, δεκάδες δισεκατομμύρια
δολαρίων.
EΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 27.2.2005