Απέναντι στο δρεπάνι του θανάτου ο Δημήτρης Βρεττάκος υψώνει το σπαθί
των στίχων του, οι οποίοι αφήνουν έκθαμβους κριτικούς και λογοτέχνες
Διασταυρώθηκε
με τις ακτίνες του ήλιου το 1939 στην Αθήνα, γιος του Τηλέμαχου και της
Ολγας Βρεττάκου και συγγενής του ποιητή Νικηφόρου. Το πρώτο σφυροκόπημα
της μοίρας το δέχεται σε ηλικία τεσσάρων ετών, όταν ο αξιωματικός
πατέρας του σκοτώνεται στον πόλεμο, το 1943. Ο ίδιος σε δηλώσεις του
χρόνια αργότερα, δηλώνει πως «δεν μπορεί να τον θυμηθεί καθώς οι εικόνες
είναι τόσο ισχνές που εμποδίζουν τη μνήμη να σχηματίσει το περίγραμμα
της πατρικής φιγούρας». Ισως αυτό το κενό να έπαιξε ρόλο στην
καταθλιπτική φυσιογνωμία του.
Μεγαλώνει με τη
μητέρα του και την αδελφή του Μεταξούλα. Φοιτά στο Δημοτικό, ακολουθεί
το Γυμνάσιο με εξαιρετικές επιδόσεις και αριστεύει στο Πολυτεχνείο στο
Τμήμα Μηχανολογίας. Η ικανότητά του και οι γνώσεις του επιβραβεύονται με
επαίνους και υποτροφίες, η δε αυτοπεποίθησή του ενδυναμώνεται αρκετά
όταν προσλαμβάνεται ως πτυχιούχος μηχανολόγος για έξι μήνες στην
Πτολεμαΐδα.
Η ποίηση όμως έχει αρχίσει να
εισχωρεί για τα καλά στο πνευματικό του εμβαδόν και η πένα του
καταγράφει τις εμπνεύσεις του στα χαρτιά και στις σελίδες της νιότης
του. Το 1963 ύστερα από συνεννόηση με συγγενείς του, πηγαίνει στη Νότια
Αφρική για να εργαστεί σε μια μεταλλοβιομηχανία με την ειδικότητα του
γεμολόγου.
Μια
σπάνια ειδίκευση που έχει σχέση με το κόψιμο πολύτιμων λίθων, τον
έλεγχο της γνησιότητας και το μέτρημα των καρατιών. Μαθαίνει τα πάντα
γύρω από τα διαμάντια και διαπρέπει στον τομέα του ως αυθεντία.
Συνεχίζει παράλληλα να γράφει λογοτεχνία και κυρίως να ασχολείται με την
ευθυμογραφία, προς την οποία είχε επιδείξει ιδιαίτερο πάθος από νεαρή
ηλικία.
Δυστυχώς όμως, η δύναμη του πεπρωμένου
χτυπά το ρόπτρο της πόρτας του και ο έρωτας στα τριάντα εννέα του
χρόνια τον πλήττει, με αποτέλεσμα η θλίψη να εισχωρήσει βαθιά μέσα του
και να τον αποδυναμώσει από την κοινωνική του δράση. Κλείνεται στον
εσώτερο κόσμο του, υποτιμά τον εαυτό του και η ευάλωτη ψυχολογία του
εξαιτίας του αποτυχημένου δεσμού του αγγίζει το ναδίρ. Ο Δημήτρης
Βρεττάκος, δίχως φίλους και κοινωνικές συναναστροφές, βιώνει την
ανυπαρξία που επιφέρουν οι πληγές της ερωτικής του ήττας και
αποδιοργανώνεται. Αδυνατεί να παρακολουθήσει το ερευνητικό πρόγραμμα στο
οποίο συμμετέχει στην εταιρεία όπου δουλεύει και παρότι ο ίδιος
αποτελεί ένα από τα πιο ικανά στελέχη της, μοιραία οδηγείται στην
απόλυση. Είναι η στιγμή που ο ποιητής κυριαρχεί στον επιστήμονα.
Νοσηλεύεται
σε κάποια ψυχιατρική κλινική στη Νότια Αφρική και έπειτα από λίγο καιρό
επιστρέφει στην Αθήνα. Διδάσκει σε παιδιά μαθήματα φυσικής και χημείας
και το 1980 συνταξιοδοτείται, λόγω ασθενείας. Η κατάθλιψή του, τα
παρανοϊκά συμπτώματα, οι διαταραχές στο συναίσθημα και οι αυτοκτονικές
τάσεις τον οδηγούν σ' ένα αδιάκοπο πηγαινέλα στα ψυχιατρεία. Εκεί γράφει
αριστουργήματα, τα οποία διαβάζει στους λίγους ανθρώπους που
εμπιστεύεται, και ζει μέσα από την ποίηση και τη λογοτεχνία.
Απέναντι
στο δρεπάνι του θανάτου υψώνει το σπαθί των στίχων του, οι οποίοι
αφήνουν έκθαμβους κριτικούς και λογοτέχνες που τυγχάνει να τους
διαβάσουν. Αρνείται να τους κυκλοφορήσει σε βιβλίο, καθώς η ανθρώπινη
ματαιοδοξία φαίνεται να τον εγκαταλείπει, ενώ στη θέση της εγκαθίσταται η
ανάγκη για λυτρωτική δημιουργία δίχως την πρόθεση της καταξίωσης. Στο
Δρομοκαΐτειο αποκτά έναν καλό φίλο, τον υπεύθυνο του εργοθεραπευτικού
τμήματος Παναγιώτη Πικιό.
Ο άνθρωπος αυτός
είναι μουσικός, ζωγράφος και με την εμπειρία του ξέρει να γαληνεύει την
ψυχή του διαταραγμένου ποιητή. Τον βοηθά να αρχίσει και πάλι να
ζωγραφίζει για να μπορέσει να εκφραστεί καλύτερα και το παιχνίδι της
φαντασίας για τον Δημήτρη Βρεττάκο συνεχίζεται από δύο παράλληλες ράγες,
την πένα και τον χρωστήρα. Ζωγραφίζει με λαϊκή τεχνοτροπία, ωσάν
Θεόφιλος, αλλά και με το μολύβι σκιτσάρει συνεχώς πρόσωπα του χώρου όπου
διαβιοί ή της φαντασίας του.
Μιλά
με νοσταλγία για τον αγαπημένο του θείο τον Νικηφόρο Βρεττάκο και
θυμάται τη στοργή και την αγάπη με την οποία του μιλούσε. «Ηταν υπέροχες
στιγμές όταν καθόμασταν στο σπίτι του και συζητούσαμε στη βεράντα του
κήπου, για όλα τα ωραία πράγματα που μπορούσε να σου διηγηθεί ένας
τέτοιος άνθρωπος. Πίναμε τη λεμονάδα μας κι εγώ τον άκουγα με προσοχή να
μου μιλά για τις εμπειρίες του και την ποίηση».
Φαίνεται
όμως πως το ποιητικό γονίδιο έχει κυριαρχήσει έναντι όλων των άλλων
καλλιτεχνικών τάσεων του καταθλιπτικού δημιουργού, μια και ο Πήγασος τον
επισκέπτεται σε διαρκή βάση. Παράλληλα μιλά με ιδιαίτερη ευκολία έξι
γλώσσες, ενώ αρχίζει να μεταφράζει ξένους συγγραφείς ή αρθρογράφους
έγκυρων εντύπων του εξωτερικού.
Καθότι
λάτρης του φιλοτελισμού, διαδίδει τις γνώσεις του και σε άλλους
ασθενείς μέσα στο ψυχιατρείο όταν η κατάστασή του το επιτρέπει. Κατά
καιρούς συμμετέχει και σε ομαδικές εκθέσεις εικαστικών τεχνών που
πραγματοποιούνται στο Δρομοκαΐτειο, επί προεδρίας του συγγραφέα καθηγητή
Νικολάου Τσική.
Ο ποιητής και ζωγράφος του Δρομοκαΐτειου ως άγνωστος αυτοχειριασθείς
Δυστυχώς όμως, όπως όλοι οι
«καταραμένοι» ποιητές, τελεί υπό καθεστώς υποτροπιαζουσών ψυχωσικών
φαντασιώσεων. Σε μια χρονική περίοδο της ζωής του που βρίσκεται εκτός
ψυχιατρείου, στο πλαίσιο αποασυλοποίησης και επανένταξης, η εντεινόμενη
μονομαχία του Χάρου με την πένα του παύει να αποτελεί διελκυστίνδα και
ορίζεται νικητής ο πρώτος. Ενα πρωινό στις 8.35, ίπταται από τον
φωταγωγό της πολυκατοικίας όπου διαμένει και αναζητά τον φτερωτό Πήγασο
για να τον συντροφεύσει σ' εκείνα τα μέρη που η ψυχή του ποθούσε από
χρόνια.
Στις 6 Φεβρουαρίου 1998 και ώρα 14.45,
ο Δημήτρης Βρεττάκος στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» σφραγίζει το
διαβατήριο του φευγιού του και συναντά επιτέλους τον θείο του Νικηφόρο
για να συνεχίσουν τις «αναθεματισμένες» συζητήσεις των ποιητών, όπως
μόνο αυτοί ξέρουν.
Αρκετό καιρό πριν, είχε
φροντίσει να αφήσει δώρο στον αγαπημένο του φίλο Παναγιώτη Πικιό μια
ποιητική συλλογή, «Το μαντολίνο», παρέα με κάποια άρθρα του και
μεταφράσεις ισπανικών κειμένων, την οποία και μας ενεπιστεύθη. Ο γράφων
τον γνώρισε μέσα στον μελαγχολικό χώρο του ψυχιατρείου και κοινώνησε από
το νάμα της ποίησης ενός εκ των σπουδαιότερων σύγχρονων ποιητών, που
μαστιγώθηκε από την κατάρα της καταθλιπτικής δημιουργίας.
Οι άγγελοι
χαμήλωσαν τα μάτια
και δεν απάντησαν.
Μόνο σηκώθηκαν
και μας φίλησαν σταυρωτά
κι ύστερα φύγανε
προς τη μεριά|
του ήλιου.
Αναδημοσίευση από την ΕφΣύν
του Συγγραφέα-δημοσιογράφου
Γρηγόρη Χαλιακόπουλου