Ξύπνησε από τιτιβίσματα πουλιών. Πετάρισε τα μάτια
κοιτώντας τριγύρω: στο κουρτινόξυλο, στο κομοδίνο, στο κρεβάτι, πουλιά…
Κόκκινα, κίτρινα, μαύρα, γαλάζια, λευκά, σταχτοπράσινα, σε όλους τους
δυνατούς συνδυασμούς, πουλιά… Με μικρές και μεγάλες φτερούγες, με
περίεργες ουρές, με παράξενα ράμφη, με αλλόκοτες και μελωδικές φωνές,
πουλιά… Άλλα τον κοίταζαν από μακριά, μερικά πλησίασαν κοντύτερα, κάποια
κάθισαν στους ώμους του, στο στήθος, στα χέρια, πουλιά…
Έκλεισε τα βλέφαρα και σκέφτηκε:
«Όνειρο, βλέπω όνειρο! Τώρα θ’ ανοίξω τα μάτια και θα έχουν εξαφανιστεί».
Τινάχτηκε, λες και ξύπναγε από εφιάλτη. Ξαναντίκρισε τριγύρω πουλιά, παντού πουλιά…
Ιπτάμενοι εισβολείς απ’ το πουθενά, πτερόεντες επισκέπτες απ’ το
ανεξήγητο κοίταζαν με τα στρογγυλά ματάκια τους. Τα κοίταζε κι αυτός.
«Καλημέρα!» ακούστηκε μια βραχνή φωνή δίπλα του.
Τρόμαξε! Του μιλούσε ένας παπαγάλος.
«Άι, στο καλό!» είπε δυνατά.
«Στο καλό!» είπε κι ο παπαγάλος.
«Θα τρελαθώ!» ψέλλισε ο άνθρωπος.
«Μα γιατί;» μίλησε πάλι ο παπαγάλος.
«Τι έκανε λέει; Μιλάς κανονικά; Οι παπαγάλοι επαναλαμβάνουν εκείνα που ακούν, δεν μιλούν σαν άνθρωποι!»
«Μα, δεν μιλώ σαν άνθρωπος, εσύ μιλάς σαν παπαγάλος!»
Ο άνθρωπος έμεινε με το στόμα ορθάνοιχτο. Κατόπιν κούνησε το κεφάλι
πέρα-δώθε κάμποσες φορές, λες κι ήθελε να βεβαιωθεί πως το μυαλό του
ήταν στην θέση του.
«Καλά, γιατί κάνεις έτσι;» είπε ένας κούκος που κάθονταν στο κομοδίνο.
Ο άνθρωπος γούρλωσε τα μάτια.
«Ονειρεύομαι, αυτό είναι! Δεν έχω ξυπνήσει ακόμα… Κοιμάμαι όρθιος! Σε
λίγο θα μου πει κι ο κούκος πως δεν μιλάει ανθρωπινά, αλλά πως εγώ κάνω
“κούκου κούκου”».
«Ε, ναι, εσύ κάνεις “κούκου κούκου”. Πού είναι το περίεργο;»
«Πού είναι το περίεργο που μιλάω κουκίσια; Πού είναι το περίεργο;»
«Δεν μιλάς μόνον κουκίσια και παπαγαλίσια», είπε ένα κοράκι που
κάθονταν στο κουρτινόξυλο, «μιλάς και κορακίσια και κουκουβαγίσια! Και
γενικά μιλάς όλες τις γλώσσες των πουλιών!»
«Μιλάω… όοολες τις γλώσσες των πουλιών;»
«Ναι, όοολες!» επιβεβαίωσε κι ένα μεγάλο ξωτικό πουλί, με τεράστιο ράμφος και κιτρινοπράσινες φτερούγες.
«Ναι, ε; Και πώς γίνεται αυτό, μου λέτε;»
«Δεν ξέρουμε πώς γίνεται», είπε ένας φασιανός. «Απλώς γίνεται!»
«Καταρχάς πώς βρεθήκατε στο δωμάτιό μου. Ε; Πώς;»
«Δεν ξέρουμε πώς βρεθήκαμε», πήρε τον λόγο μια πέρδικα. «Απλώς βρεθήκαμε!»
«Α, χα, χα!» έκανε με μάτι που σχεδόν γυάλιζε απ’ την τρέλα ο άνθρωπος.
«Α, χα, χα!» επανέλαβαν και τα πουλιά.
«Λοιπόν, τέρμα! Ή θα μου δώσετε μια πειστική εξήγηση για το τι
συμβαίνει εδώ μέσα ή θ’ ανοίξω το παράθυρο και θα πάρετε δρόμο.
Εξηγηθήκαμε;»
Τα πουλιά κατσούφιασαν. Κι ο παπαγάλος που μίλησε στην αρχή, ξαναπήρε τον λόγο:
«Εντάξει, εντάξει, μην θυμώνεις! Ας προσπαθήσουμε να δώσουμε μιαν εξήγηση».
Ο άνθρωπος φάνηκε να ικανοποιείται προς το παρόν απ’ την καλή πρόθεση
του παπαγάλου, αλλά αμέσως μετά συνειδητοποίησε πως ζητούσε μιαν
εξήγηση από ένα σμήνος πουλιών που βρέθηκε ως δια μαγείας στο δωμάτιό
του, και τα έβαλε με τον εαυτό του:
«Σίγουρα έχω τρελαθεί!» μουρμούρισε. Μα, μην ξέροντας τι άλλο να κάνει, περίμενε να του… εξηγήσουν πώς βρέθηκαν εκεί.
Ο παπαγάλος πήρε ύφος διανοουμένου:
«Το σίγουρο είναι πως πριν βρεθούμε εδώ, θα έπρεπε να βρισκόμασταν
κάπου αλλού. Μπορεί, βέβαια, να μην υπήρχαμε πουθενά πριν ή να υπήρχαμε
και να μην το θυμόμαστε. Ίσως αυτό είναι μια πραγματικότητα, αλλά ίσως η
πραγματικότητα…»
Ο άνθρωπος άρχισε να εκνευρίζεται:
«Φτάνει, φτάνει, μ’ έπιασε πονοκέφαλος, δεν είναι λογικά πράγματα
αυτά, δεν είναι! Τα πουλιά δεν μιλούν ανθρωπινά, κι οι άνθρωποι δεν
μιλούν πουλίσια. Αυτό είναι μια καλή σκέψη!»
Ο παπαγάλος διαφώνησε:
«Αφού μιλάμε και καταλαβαινόμαστε μεταξύ μας, σημαίνει πως γίνεται. Αυτή είναι μια σωστή σκέψη!»
Ο άνθρωπος δεν συμβιβάστηκε με την ιδέα πως μιλούσε πουλίσια κι έσκυψε το κεφάλι συλλογισμένος.
«Νομίζω πως συμβαίνει κάτι άλλο», είπε. «Εγώ μιλάω ανθρωπινά, ο
παπαγάλος παπαγαλίσια, ο κούκος κουκίσια κι όλα τ’ άλλα πουλιά μιλούν το
καθένα στην γλώσσα του, αλλά όποιος κι αν μιλάει απ’ όλους μας, οι
άλλοι τον καταλαβαίνουν στην γλώσσα την δική τους».
Τα πουλιά επιδοκίμασαν την σκέψη του, κουνώντας το κεφάλι καταφατικά.
«Όπως συμβαίνει και μ’ εσάς τους ανθρώπους: όταν μιλάει ένας, οι άλλοι καταλαβαίνουν ό,τι θέλουν», παρατήρησε ο παπαγάλος.
Ο άνθρωπος θαύμασε την οξύνοια του πουλιού, αλλά έκανε πως θεώρησε φυσιολογική την σκέψη του και συνέχισε:
«Το θέμα είναι, λοιπόν, γιατί συμβαίνει αυτό και γιατί σ’ εμένα;»
Ένα κοτσύφι παρατήρησε:
«Περίεργα σκέφτεστε εσείς οι άνθρωποι! Τι θα πει “γιατί συμβαίνει
αυτό και γιατί σ’ εμένα;” Γιατί έτσι! Θα μπορούσαμε να πούμε κι εμείς:
“Γιατί εκεί που τρώμε ένα σκουληκάκι, μας βρίσκουν τα σκάγια του κυνηγού
πριν καν προλάβουμε να το καταπιούμε;” Το ίδιο θα μπορούσε να πουν και η
πέρδικα και η μπεκάτσα κι άλλα πολλά πουλιά εδώ μέσα. Το “γιατί” δεν
υπάρχει σ’ εμάς. Ούτε το “γιατί ζούμε” ούτε το “γιατί πεθαίνουμε”. Αλλά
είναι πολύ όμορφο να ξυπνάς πριν το χάραμα πεινασμένος και να ψάχνεις
σκουληκάκια στο υγρό χώμα. Μυρίζει τόσο υπέροχα το δάσος, όταν
εξατμίζεται η δροσιά πάνω απ’ τα φύλλα κι απ’ τα χόρτα! Κι ακούγεται σαν
μουσική το ποτάμι ανάμεσα στα πλατάνια και στα πουρνάρια. Κι ο ήλιος,
τι ωραία που στέλνει την ζεστασιά του κάτω απ’ τις νυχτωμένες φτερούγες
μας!»
Το τρυγόνι αναφώνησε:
«Πάντα ποιητής το κοτσύφι! Γι’ αυτό είναι μέσα στα μαύρα, σαν τους δικούς σας ποιητές».
Το κοράκι ειρωνεύτηκε με την βραχνή φωνή του:
«Κι εγώ μέσα στα μαύρα είμαι, αλλά δεν γράφω ποιήματα».
Ο σπουργίτης άρπαξε την κουβέντα σαν ψίχουλο στον αέρα:
«Σωστά! Όμως είσαι σαν τα “κοράκια” των ανθρώπων, τους νεκροθάφτες, μόνο που αυτοί θάβουν τα πτώματα, ενώ εσύ τα τρως».
«Εγώ τα τρώω εξ ανάγκης. Αυτοί τα “τρώνε” εκ πεποιθήσεως: φέρετρα,
νεκροφόρες, στεφάνια, κόλλυβα… Χοντρή μάσα! Μακάρι να μου έμοιαζαν έστω
και στο μικρό μου νυχάκι!» Μπήκε στην μέση το παγώνι:
«Έι, σταματήστε πια να τσακώνεστε σαν… άνθρωποι!»
Κι ανοίγοντας τα μεγάλα εντυπωσιακά φτερά του, σκόρπισε τριγύρω τον
θαυμασμό, αλλά προσέλκυσε και τα πικρόχολα σχόλια της κουκουβάγιας:
«Μιλάς κι εσύ, φανταχτερό πλάσμα, που μιμείσαι στην εντέλεια τις παρδαλοφουστανούδες γυναίκες των ανθρώπων;»
Κάγχασε το παγώνι:
«Πφ! “παρδαλοφουστανούδες”! Μας εντυπωσίασες τώρα με τις σύνθετες
λέξεις σου! Πάντοτε αφ’ υψηλού, πως δήθεν τα ξέρεις όλα! Εσύ κι αν
μιμείσαι στην εντέλεια, στην εντελώς εντέλεια, τους
σαχλαμαροδιανοούμενους ανθρώπους!»
Η κουκουβάγια ξεράθηκε στα γέλια:
«Δεν υπάρχει έκφραση “στην εντελώς εντέλεια”, ανόητο πλάσμα! Κοίτα
μην σου τσαλακωθεί κάνα φτερό, καλύτερα, κι άσε το πνεύμα στην ησυχία
του!»
Το παγώνι «τα πήρε στο κρανίο»:
«Εγώ; Εγώ ν’ αφήσω το πνεύμα στην ησυχία του ή εσύ στην ησυχία τους
τα φτερά μου; “Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο”, το είπε ο Ντοστογιέφσκι,
ηλίθια! Τι νόμισες, πως δεν έχω ανοίξει βιβλίο;»
Η κουκουβάγια γούρλωσε ακόμα περισσότερο τα ήδη γουρλωμένα της μάτια κι αντεπιτέθηκε:
«Όταν ο Ντοστογιέφσκι έλεγε “η ομορφιά”, εννοούσε –στην… εντελώς
εντέλεια– την πνευματική ομορφιά, την αισθητική, την καλλιέπεια, δεν
εννοούσε τα παλιοφτερά σου, “σουσουράδα”, που παπαγαλίζεις μια φράση και
το παίζεις έξυπνη!»
Τώρα ήταν η σειρά της σουσουράδας «να τα πάρει». Κάτι πήγε να πει κι ο
παπαγάλος, που ως φαίνεται παρεξηγήθηκε με την λέξη «παπαγαλίζεις»,
αλλά το πουλί με την μακριά ουρά τον πρόλαβε και πήρε τον λόγο:
«Τι ζόρι τραβάς με τις σουσουράδες, μου λες, παλιοκουκουβάγια; Δεν
βλέπεις τα μάτια σου, που είναι σαν φανάρια από μπουλντόζα, μιλάς
κιόλας;»
Η κουκουβάγια ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της και είπε σκωπτικά:
«Πώς να δω τα μάτια μου, κυρία μου; Μπορεί κανείς να δει τα μάτια του; Εκτός βέβαια κι αν… τα βγάλει!»
«Τιιι;» πετάχτηκε η σουσουράδα. «Τι θες να πεις, βρωμοπούλι; Πως
είμαι καμιά “ελαφριά”, επειδή λεν “σουσουράδες” όσες “βγάζουν τα μάτια
τους”;»
Ο άνθρωπος, που τόση ώρα κοιτούσε μια το ένα πουλί, μια το άλλο, κι
απολάμβανε χαμογελώντας τους ξεκαρδιστικούς διαλόγους τους, θεώρησε
συνετό να παρέμβει:
«Ψυχραιμία, ψυχραιμία πουλιά… Δεν βγαίνει τίποτα με το να αλληλοκατηγορείστε!»
Η λέξη «αλληλοκατηγορείστε» άρεσε εξαιρετικά στην κουκουβάγια, γιατί
ένωνε και χώριζε τις φτερούγες της λες και χτύπαγε παλαμάκια.
«Πίστευα», συνέχισε ο άνθρωπος, «πως αυτά είναι δικά μας καμώματα,
αλλά απ’ ό,τι βλέπω, δεν πάτε πίσω κι εσείς! Αν μάδαγα τα φτερά σας και
σας φόραγα ρούχα, αλλάζοντας αναλόγως και το σχήμα του κορμιού σας,
νομίζω πως θα μεταμορφωνόσασταν στην κοινωνία που ζω!»
Τα πουλιά φάνηκαν να πειράχτηκαν απ’ τα λόγια του:
«Εγώ, δηλαδή», είπε το αηδόνι, «θα ήμουν ο Παβαρότι ή η Κάλλας;»
Ο άνθρωπος θαύμασε:
«Ξέρεις από όπερα; Εκπληκτικό!»
«Όχι!» απάντησε το αηδόνι, «δεν ξέρω γρι από όπερα, ούτε τον Μικρό
Πρίγκιπα του Εξυπερύ γνωρίζω, ούτε την Φάρμα των Ζώων του Όργουελ, ούτε
τους Μύθους του Αισώπου, που τα ζώα μιλούν ανθρωπινά. Αλλά, να, είναι
σαν να σκέφτομαι… με το μυαλό σου!»
Τ’ άλλα πουλιά επιβεβαίωσαν την παρατήρηση του αηδονιού. Κι αυτά έτσι
ένιωθαν, λες και μιλούσαν με τον τρόπο σκέψης του ανθρώπου.
Έπεσε σιωπή στο δωμάτιο…
Τα πουλιά συγκεντρώθηκαν στο κρεβάτι. Ο άνθρωπος έβαλε πίσω απ’ την
πλάτη του το μαξιλάρι, ν’ ακουμπάει στα κάγκελα του κρεβατιού, κι
ανασηκώθηκε. Κοιτάζονταν χωρίς να μιλούν. Ξαφνικά, το συνειδητοποίησαν
ταυτόχρονα: Ούτε πριν μιλούσαν! Όχι τουλάχιστον κουνώντας τα χείλη ή τα
ράμφη. Μιλούσαν με την σκέψη…
Ο άνθρωπος άπλωσε το χέρι στο κομοδίνο να πιάσει το ποτήρι με το νερό
που έβαζε πάντα εκεί, γιατί μπορούσε να διψάσει την νύχτα και δεν ήθελε
να εγκαταλείψει την ζεστασιά του κρεβατιού του, πηγαίνοντας μέχρι την
κουζίνα να πιει.
Τότε είδε πεσμένο στο πάτωμα το βιβλίο που ανακάλυψε στην σοφίτα.
Έναν παλαιό δερματόδετο τόμο με φανταστική εικονογράφηση, γραμμένο σε
μιαν άγνωστη γλώσσα.
Το σήκωσε και κοίταξε στο εξώφυλλο: «Ο Μαγικός Κόσμος των Πουλιών».
Μα πώς; Πώς καταλάβαινε μια γλώσσα που δεν μιλούσε; Άρχισε να το
ξεφυλλίζει… Μόνον γράμματα. Οι εικόνες είχαν πετάξει, ζωντάνεψαν και
κάθονταν γύρω του, κοιτάζοντάς τον με τα λυπημένα τους μάτια, σαν
εγκαταλελειμμένα παιδιά που γύρευαν κάποιον να τα υιοθετήσει.
Στην πρώτη σελίδα μια επεξήγηση: «Αν ανοίξεις το βιβλίο τα μεσάνυχτα,
την νύχτα που έχει το μεγαλύτερο φεγγάρι του χρόνου, θα μάθεις να
διαβάζεις με την καρδιά και το χαρτί θα ζωντανέψει».
Χθες ήταν αυτή η νύχτα! Και το βιβλίο θα έπεσε στο πάτωμα στις δώδεκα, όταν μισοκοιμισμένος έπιασε το ποτήρι να πιει νερό.
«Μα, γίνονται τέτοια πράγματα;» σκέφτηκε.
Στην τρίτη σελίδα κάτι στίχοι: «Κόσμος κι όνειρο είν’ ένα/ και τα δυο μαζί κανένα!»
Γύρισε στο τέλος: «Η μαγεία είναι η αλήθεια της ψυχής. Η λογική είναι
η απομάγευση του κόσμου. Τα πουλιά μεταφέρουν στις φτερούγες τους τα
θελήματα των θεών, που είναι… (ακολουθούσαν αλλοιωμένες οι λέξεις, λες
και στάλαξε πάνω τους νερό ή δάκρυ) των ανθρώπων». Επανέλαβε την
κατεστραμμένη φράση: «Τα πουλιά μεταφέρουν στις φτερούγες τους τα
θελήματα των θεών, που είναι… των ανθρώπων».
Έκλεισε το βιβλίο και κοίταξε γύρω του. Κανένα πουλί – είχαν εξαφανιστεί…
Άνοιξε το βιβλίο: οι εικόνες είχαν επιστρέψει!
Να, ο παπαγάλος, η σουσουράδα, το παγώνι, ο κόρακας, το κοτσύφι κι
όλα τ’ άλλα πολύχρωμα και παράξενα πουλιά. Έγιναν πάλι ωραίες ζωγραφιές,
ακίνητες, χάρτινες. Και τον κοιτούσαν, καθόλου, μα καθόλου λυπημένα
πλέον, σαν εγκαταλελειμμένα παιδιά που ξαναγύρισαν σπίτι τους. Μα τι
παράξενο, τα γράμματα δεν μπορούσε πια να τα διαβάσει! Η γλώσσα είχε
ξαναγίνει άγνωστη…
Άνοιξε το παράθυρο. Γοργά πουλιά μ’ εκτυφλωτικές φτερούγες χύμηξαν στο δωμάτιο οι πρωινές αχτίδες.
Θυμήθηκε το κοτσύφι: «Κι ο ήλιος, τι ωραία που στέλνει την ζεστασιά
του κάτω απ’ τις νυχτωμένες φτερούγες μας! Μυρίζει τόσο υπέροχα το
δάσος, όταν εξατμίζεται η δροσιά πάνω απ’ τα φύλλα κι απ’ τα χόρτα! Κι
ακούγεται σαν μουσική το ποτάμι ανάμεσα στα πλατάνια και στα πουρνάρια».
Βούιζε αφρισμένο των περαστικών το ποτάμι στον δρόμο. Δυο γυναίκες με
πολύχρωμα φορέματα περνούσαν καμαρωτά σαν παγώνια.
«Παρδαλοφουστανούδες», θυμήθηκε τα λόγια της κουκουβάγιας.
Μισή ώρα αργότερα έφτασε στο σχολείο. Ο άνθρωπος αυτός ήταν δάσκαλος.
Το ’κρυβε σαν αμάρτημα πως έγραφε κιόλας. Δηλαδή
«σαχλαμαροδιανοούμενος», στην… εντελώς εντέλεια, όπως θα έλεγε και το
παγώνι.
Μπήκε στην τάξη και κοίταξε τα παιδιά ένα-ένα. Σαν πουλάκια του φάνηκαν έτοιμα να φτερουγίσουν γύρω του.
Πήρε την κιμωλία και σημείωσε στον πίνακα:
«Η λογική είναι η απομάγευση του κόσμου!»
Γύρισε προς την τάξη και ρώτησε:
«Ποιος ξέρει τι σημαίνει “απομάγευση”;»
Κανείς δεν ήξερε.
Τότε, δειλά-δειλά, μια μαθήτρια με γυαλάκια και πανέξυπνα μάτια, που έμοιαζε με κουκουβάγια, ύψωσε το χέρι σαν φτερό.
Ο δάσκαλος της έκανε νόημα να μιλήσει:
«Νομίζω, κύριε, πως σημαίνει…»
Το παιδί κόμπιασε. Ο δάσκαλος το ενθάρρυνε να συνεχίσει.
«Σημαίνει πως κάτι έχασε την μαγεία του!»
Σιωπή απλώθηκε στην αίθουσα…
Κοιτάζονταν όλοι, και δίχως να μιλούν καταλαβαινόντουσαν, λες και μίλαγαν με την σκέψη.
του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ
Λευκαδίτικα διηγήματα,
Fagotto books, 2016

*