Η ΚΟΦΙΨΥ συνεχίζει τον διάλογο για τις επιπτώσεις στην Ψυχική Υγεία των Οικογενειών στην χώρα μας ως αποτέλεσμα της επιδημίας και των μέτρων που ελήφθησαν. Αφορά την διοργάνωση εκδήλωσης με την συμμετοχή κορυφαίων επιστημόνων στα ψυχιατρικά μετερίζια στην Ελλάδα. Έτσι σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΔΣ μας, τροφοδοτούμε τον διάλογο δημοσιεύοντας το παρακάτω σημαντικό επιστημονικό-στοχαστικό πόνημα.
Πρόκειται για αδημοσίευτη θέση του ψυχιάτρου και μέλους της Επιστημονικής Επιτροπής της ΚΟΦΙΨΥ κου Κυμπουρόπουλου Στέλιου, που ευγενικά μας παραχώρησε και που τοποθετεί το πρόβλημα σε αυτή τη γόνιμη αρχή.
~ ~ ~
Η
πανδημία ως Ψυχολογική Εμπειρία:
προκλήσεις και προοπτικές
διαχείρισης
στο πλαίσιο της Οικογένειας
του Στέλιου Κυμπουρόπουλου*
Τα
πρώτα κρούσματα του νέου κορωναϊού
(SARS-CoV-2) καταγράφηκαν επίσημα από τη
Δημοτική Επιτροπή Υγείας της πόλης
Γουχάν στην Κίνα περί τα τέλη Δεκεμβρίου
του 2019, ενώ στις 11 Μαρτίου 2020 και με
δεδομένο τον εντοπισμό κρουσμάτων και
σε άλλες χώρες του παγκόσμιου χάρτη, ο
Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έκανε
λόγο για τη διαπίστωση σοβαρής πρόκλησης
δημόσιας υγείας, ανακηρύσσοντας την
επιδημία σε πανδημία. Με βάση τα στοιχεία,
που παρέχονται από τον ίδιο φορέα, μέχρι
και σήμερα στη χώρα μας έχουν καταγραφεί
συνολικά 421.266 κρούσματα του νέου κορωναϊού
COVID-19 (επίσημη στατιστική
ενημέρωση έως τις 30/06/2021). Προκειμένου
να επιβραδυνθεί η εξάπλωση του ιού τόσο
μεταξύ των διαφορετικών χωρών όσο και
στο εσωτερικό των κρατών, πολλές
κυβερνήσεις προχώρησαν στο σχεδιασμό
και στην εφαρμογή αυστηρών μέτρων
πολιτικής προστασίας, μεταξύ των οποίων
συμπεριλαμβάνονταν ο περιορισμός της
κυκλοφορίας και της δια ζώσης πρόσβασης
σε υπηρεσίες εκπαίδευσης, εργασίας και
υγείας, η αναστολή της φυσικής λειτουργίας
πολλών καταστημάτων λιανικής πώλησης
και εστίασης με σκοπό τη μείωση του
κινδύνου διασποράς του κορωναϊού, η
οριοθέτηση των εσωτερικών αλλά και των
διασυνοριακών μετακινήσεων, καθώς και
η προαγωγή της τήρησης των μέτρων
ατομικής προστασίας (π.χ., χρήση μάσκας,
διατήρηση φυσικών αποστάσεων, σχολαστική
απολύμανση των χεριών αλλά και των
κοινόχρηστων αντικειμένων).
Όπως
διαχρονικά συνέβη και με αντίστοιχες
υγειονομικές κρίσεις και κοινωνικές
καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ανά τον
κόσμο έτσι και η παρούσα πανδημία φάνηκε,
πως επηρέασε σχεδόν αναπόφευκτα τα
επίπεδα της ψυχικής υγείας των πολιτών,
με αρκετούς επιστήμονες να κάνουν λόγο
για αύξηση των συμπτωμάτων άγχους,
κατάθλιψης, μετατραυματικού στρες και αϋπνίας στο γενικό πληθυσμό, καθώς και
για την παρατήρηση μίας αυξητικής τάσης
ως προς την κατανάλωση αλκοόλ, ψυχοτρόπων
ουσιών και φαρμάκων σε ορισμένες χώρες
(Fridman, 2021;
MacMillan, Corrigan,
Coffey, Tronnier,
Wang & Krase,
2021; Shevlin, McBride,
Murphy et al.,
2020; Tsamakis, Rizos, Manolis, Chaidou, Kympouropoulos, Spartalis,
et al., 2020; Voitsidis, Gliatas,
Bairachtari et
al., 2020).
Μολονότι, οι αιτιολογικοί παράγοντες
επιδείνωσης της ψυχικής υγείας στο
γενικό πληθυσμό κατά τη διάρκεια της
εξάπλωσης του ιού COVID-19
ποικίλουν και διακρίνονται σε μεγάλο
βαθμό και από το υποκειμενικό ψυχολογικό
υπόβαθρο του κάθε ατόμου, μέσω της
επιστημονικής έρευνας έχουν καταφέρει
να εντοπιστούν ορισμένες κοινές
βιωματικές συνιστώσες, οι οποίες
σκιαγραφούν τις κυρίαρχες πηγές
προέλευσης του στρες και των δυσάρεστων
συναισθημάτων μεταξύ των διαφορετικών
ηλικιακών και κοινωνικών ομάδων εν μέσω
πανδημίας.
Πιο
συγκεκριμένα και εκκινώντας από την
ηλικιακή ομάδα των παιδιών και των
εφήβων, ορισμένα από τα βασικά μέτρα,
που φαίνεται να επηρέασαν σε σημαντικό
βαθμό την καθημερινότητά τους αφορούσαν
το κλείσιμο των σχολικών μονάδων, την
πρωτόγνωρη ανάγκη μαθησιακής προσαρμογής
στην εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση και την
αδυναμία φυσικής πρόσβασης σε ποικίλες
εξωσχολικές δραστηριότητες. Σε ένα
πρώτο επίπεδο, το γεγονός αυτό, στέρησε
από πολλά παιδιά τη δυνατότητα να
εκφραστούν μέσω του δημιουργικού
παιχνιδιού, αλλά και να λάβουν επαρκή
συναισθηματική υποστήριξη μέσα από τη
δια ζώσης αλληλεπίδραση με τους δικούς
στους «σημαντικούς άλλους», δηλαδή τους
φίλους και τους δασκάλους τους. Την ίδια
στιγμή και ενώ βίωναν τους εν λόγω
περιορισμούς ως προς τη δράση τους,
πολλά νέα παιδιά ήρθαν αντιμέτωπα με
το φόβο της ατομικής μόλυνσης, αλλά και
με τον κίνδυνο της απώλειας της ζωής
των αγαπημένων τους προσώπων σε περίπτωση
μετάδοσης της ασθένειας (Imran,
Zeshan & Pervaiz,
2020). Συναισθήματα πρωτόγνωρα
και ομολογουμένως δύσκολα ως προς τη
διαχείρισή τους για τα νέα παιδιά,
ιδιαίτερα μάλιστα αν αναλογιστεί κανείς,
ότι μία ολόκληρη οικογένεια μπορεί να
βρίσκονταν επί μέρες εκτεθειμένη σε
σχετικές πληροφορίες, όντας «περιορισμένη»
στο εσωτερικό του σπιτιού. Την ίδια
στιγμή, καθίσταται σαφές, πως οι ραγδαίες
κοινωνικές και υγειονομικές μεταβολές
επηρέασαν την εργασιακή κατάσταση
αρκετών γονέων, δημιουργώντας σε πολλές
περιπτώσεις οικονομική ανασφάλεια και
προστριβές στο εσωτερικό της οικογένειας.
Έτσι και σύμφωνα με τους ερευνητές,
αρκετοί γονείς κατά τη διάρκεια της
πανδημίας παρατήρησαν ποικίλες
συναισθηματικές και συμπεριφορικές
αντιδράσεις ανάμεσα στα παιδιά τους,
μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η
εμφάνιση μελαγχολικής διάθεσης και
κλάματος, η έκφραση ανησυχίας ή/και
επιθετικότητας, οι δυσκολίες συγκέντρωσης,
η αποφυγή δραστηριοτήτων, οι σωματική
πόνοι, καθώς και οι αλλαγές στον ύπνο
και στις διατροφικές συνήθειες (Javed,
Sarwer, Soto &
Mashwani, 2020).
Για
τους νεαρούς ενήλικες, η αναστολή της
φυσικής λειτουργίας των εκπαιδευτικών
ιδρυμάτων και η απώλεια ή/και η αδυναμία
εύρεσης εργασίας σε ένα πλαίσιο εργασιακής
ρευστότητας και επισφάλειας, σε συνδυασμό
με τους περιορισμούς στις κοινωνικές
τους αλληλεπιδράσεις, είναι πολύ πιθανό
να αύξησαν το άγχος τους, να επηρέασαν
δυσμενώς την αυτοεκτίμησή τους και να
αποδυνάμωσαν το όραμα και την αισιοδοξία
τους για το μέλλον (Panchal,
Kamal, Orgera et
al., 2020).
Συνοπτικά, ο φόβος της μόλυνσης, η
μοναξιά, η συναισθηματική πίεση από τις
επαναλαμβανόμενες «καραντίνες» και η
οικονομική αβεβαιότητα, σε συνδυασμό
με την επαναλαμβανόμενη έκθεση σε
αντικρουόμενες πληροφορίες σχετικά με
τη δυνατότητα υπέρβασης της υγειονομικής
κρίσης, θα μπορούσαν να επιδεινώσουν
την ψυχική υγεία των ενηλίκων και
ιδιαίτερα, όσων αντιμετωπίζουν χρόνια
προβλήματα υγείας, αλλά και όσων
αναλαμβάνουν συναφείς ρόλους ευθύνης,
υποστήριξης και φροντίδας (Pfefferbaum
& North, 2020).
Στην κατηγορία αυτή, φυσικά, εντάσσονται
και οι ψυχικά πάσχοντες και τα οικεία
τους πρόσωπα. Εναργέστερα, οι εγκεφαλικοί
μηχανισμοί ελέγχου του στρες των ανθρώπων
με προϋπάρχοντα προβλήματα ψυχικής
υγείας συχνά παρουσιάζουν «υπερδραστηριότητα»,
με αποτέλεσμα οι ίδιοι να ερμηνεύουν
τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα που
λαμβάνουν ως ιδιαίτερα απειλητικά, αλλά
και να αντιλαμβάνονται τους δυνητικούς
κινδύνους πολύ πιο αισθητά (εν προκειμένω:
φόβος πρόσκτησης ή μετάδοσης της
ασθένειας, φόβος κοινωνικής εγκατάλειψης
και απομόνωσης, φόβος ενδεχομένου
νοσηλείας) (Cohen, 2000).
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την
απουσία των κατάλληλων συμπεριφορικών
μηχανισμών διαχείρισης του στρες, αλλά
και με την αδυναμία πρόσβασης σε υπηρεσίες
ψυχικής υγείας, θα μπορούσε να πυροδοτήσει
την επανεμφάνιση ορισμένων συμπτωμάτων
και να καταστήσει την εμπειρία της
ψυχικής προσαρμογής στην πανδημία για
τη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα ακόμα
πιο επώδυνη και απαιτητική (Rains,
Johnson, Barnett
et al., 2021).
|
|
Οι
ίδιες παράμετροι, σχεδόν αναπόφευκτα
επηρεάζουν και την εύρυθμη λειτουργία
της οικογένειας, αλλά και τη συναισθηματική
ετοιμότητα των φροντιστών των ατόμων
με ψυχική νόσο. Πιο συγκεκριμένα,
καθίσταται σαφές, ότι στο εσωτερικό
ενός δυσμενούς υγειονομικού, κοινωνικού
και οικονομικού τοπίου, όπως αυτό που
περιγράψαμε νωρίτερα, οι φροντιστές
των ατόμων με ψυχική νόσο συχνά καλούνται
να ανταποκριθούν -παράλληλα- σε ποικίλους
ρόλους (ως προς τον/την σύντροφο, τα δικά
τους παιδιά, τους δικούς τους γονείς,
την εργασία ή/και την εκπαίδευση τους),
πολλές φορές λαμβάνοντας ελάχιστη
καθοδήγηση και κοινωνική υποστήριξη.
Μάλιστα, η αίσθηση κόπωσης, εξάντλησης,
απογοήτευσης, θλίψης και ενοχών, σε
συνδυασμό με το στίγμα που συχνά συνοδεύει
την ψυχική νόσο, φαίνεται πως αποτελούν,
σύμφωνα με διεθνείς μελέτες, ορισμένες
από τις κοινές συναισθηματικές αντιδράσεις
μεταξύ των φροντιστών. Ωστόσο, με δεδομένο
το γεγονός, ότι η συνεισφορά των οικείων
φροντιστών συνιστά ακρογωνιαίο λίθο
για την ψυχοκοινωνική αποκατάσταση και
τη διατήρηση της ποιότητας ζωής των
ατόμων με ψυχική νόσο, η διασφάλιση της
ψυχολογικής τους προσαρμογής και η
προαγωγή της ψυχικής τους υγείας εν
μέσω πανδημίας, οφείλει να αναδειχθεί
σε μία ύψιστη κοινωνική και πολιτική
προτεραιότητα παγκοσμίως (Eckardt,
2020).
Στο
σημείο αυτό λοιπόν και έχοντας αντιληφθεί
τη σπουδαιότητα της προαγωγής της
ψυχολογικής προσαρμογής τόσο των
φροντιστών όσο και των ίδιων των ατόμων
με ψυχική νόσο, οι επιστήμονες στο χώρο
της ψυχικής υγείας δημιούργησαν ορισμένες
αξιόπιστες συμβουλευτικές κατευθύνσεις
προς τις οικογένειες, με σκοπό την
αποτελεσματική διαχείριση της ψυχολογικής
δυσφορίας και των δυσάρεστων συναισθημάτων,
που συχνά ανακύπτουν με αφορμή την
πανδημία. Πιο συγκεκριμένα, ένα από τα
πρώτα βήματα αναφέρεται στην προσπάθεια
διατήρησης ενός καθημερινού προγράμματος
δραστηριοτήτων (ρουτίνες) τόσο στο
εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό του
σπιτιού, το οποίο και αναμένεται όχι
μόνο να βοηθήσει τα μέλη να παραμείνουν
ενεργά, αλλά και να τους προσδώσει μία
αίσθηση «ελέγχου» στα πράγματα (π.χ.,
πρωινό ξύπνημα, προετοιμασία πρωινού,
τακτοποίηση προσωπικού χώρου, προετοιμασία
για μετάβαση στην εργασία, μαγείρεμα,
προγραμματισμός επικοινωνίας με
συγγενείς και φίλους, οργάνωση ενός
περιπάτου στη φύση). Μάλιστα, τονίζεται,
ότι πολλές από τις δραστηριότητες αυτές
είναι σημαντικό να υλοποιούνται σε
συνεργασία και με τα υπόλοιπα μέλη της
οικογένειας, έτσι ώστε να ενισχύονται
τόσο οι συναισθηματικοί δεσμοί όσο και
η αίσθηση της «συνοχής» στο εσωτερικό
της οικογένειας. Στο πλαίσιο αυτό,
θεωρείται εξίσου κρίσιμο, οι προσδοκίες
γύρω από τη συμπεριφορά και τη δράση
των μελών της οικογένειας να παραμένουν
ρεαλιστικές και να μην υφίστανται
περιβαλλοντικές πιέσεις, που θα τους
προκαλέσουν επιπρόσθετο άγχος και
ενοχές σχετικά με την ετοιμότητά τους.
Παράλληλα, κρίνεται απαραίτητο τα άτομα
με ψυχική νόσο και οι φροντιστές τους
να παραμένουν συνεπείς ως προς τη
συμμετοχή τους σε ψυχοθεραπευτικά
πλαίσια και προγραμματισμένες θεραπείες,
ακόμα και όταν αυτά υλοποιούνται μέσα
από τη βοήθεια των μεθόδων εξ’ αποστάσεως
παροχής υπηρεσιών. Την ίδια στιγμή,
θεωρείται ουσιαστικό τα μέλη με προβλήματα
ψυχικής υγείας να ενθαρρύνονται να
μιλούν ανοιχτά για τις ανησυχίες τους
σχετικά με την πανδημία στο εσωτερικό
της οικογένειας, καθώς και να
αντιμετωπίζονται με ενσυναίσθηση,
κατανόηση και με μία διάθεση εξεύρεσης
συλλογικών λύσεων. Τέλος, ιδιαίτερα
σημαντική κρίνεται η αποφυγή της επαναλαμβανόμενης έκθεσης σε πληροφορίες
γύρω από την πανδημία, καθώς και η παροχή
έγκυρης και «εύπεπτης» πληροφόρησης
από τους οικείους φροντιστές (Imran,
Zeshan & Pervaiz,
2020; Prime, Wade
& Browne, 2020).
Ολοκληρώνοντας,
είναι σημαντικό να μπορούμε να
αναγνωρίσουμε το γεγονός, ότι η πανδημία
συνιστά ένα πρωτόγνωρο παγκόσμιο
φαινόμενο, που βρίσκεται ακόμα σε
εξέλιξη. Η
ψυχολογική διαχείριση της πανδημίας
δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μεμονωμένη
ευθύνη των ανθρώπων και των οικογενειών
τους. Το παρόν διάστημα, στην επιστημονική
κοινότητα, διαπιστώνεται όλο και πιο
έντονα η ανάγκη για την καλλιέργεια
«κοινωνικής ανθεκτικότητας» και
συλλογικών μεθόδων ψυχολογικής
προσαρμογής, καθότι η υπέρβασή της
παρούσας κρίσης, φαίνεται, πως προϋποθέτει
έναν συνδυασμό συλλογικότητας, αλληλεγγύης
και εστιασμένων υγειονομικών, κοινωνικών,
οικονομικών και πολιτικών παρεμβάσεων.
Βιβλιογραφία:
Cohen,
J. I. (2000). Stress and mental health: a biobehavioral
perspective. Issues
in mental health nursing, 21(2),
185-202.
Eckardt,
J. P. (2020). Caregivers of people with severe mental illness in the
COVID-19 pandemic. The
Lancet Psychiatry, 7(8),
e53.
Fridman,
G. A. (2021). Use of Psychotropic Drugs During the Argentine
Quarantine Due to the COVID-19 Pandemic. Available
at SSRN 3778702.
Imran,
N., Zeshan, M., & Pervaiz, Z. (2020). Mental health
considerations for children & adolescents in COVID-19
Pandemic. Pakistan
journal of medical sciences, 36(COVID19-S4),
S67.
Javed,
B., Sarwer, A., Soto, E. B., & Mashwani, Z. U. R. (2020). The
coronavirus (COVID‐19)
pandemic's impact on mental health. The
International journal of health planning and management, 35(5),
993-996.
MacMillan,
T., Corrigan, M. J., Coffey, K., Tronnier, C. D., Wang, D., &
Krase, K. (2021). Exploring Factors Associated with Alcohol and/or
Substance Use during the COVID-19 pandemic. International
journal of mental health and addiction,
1-10.
Panchal,
N., Kamal, R., Orgera, K., Cox, C., Garfield, R., Hamel, L., &
Chidambaram, P. (2020). The implications of COVID-19 for mental
health and substance use. Kaiser
family foundation, 21.
Pfefferbaum,
B., & North, C. S. (2020). Mental health and the Covid-19
pandemic. New
England Journal of Medicine, 383(6),
510-512.
Prime,
H., Wade, M., & Browne, D. T. (2020). Risk and resilience in
family well-being during the COVID-19 pandemic. American
Psychologist, 75(5),
631.
Rains,
L. S., Johnson, S., Barnett, P., Steare, T., Needle, J. J., Carr, S.,
... & Simpson, A. (2021). Early impacts of the COVID-19 pandemic
on mental health care and on people with mental health conditions:
framework synthesis of international experiences and
responses. Social
psychiatry and psychiatric epidemiology, 56(1),
13-24.
Shevlin,
M., McBride, O., Murphy, J., Miller, J. G., Hartman, T. K., Levita,
L., ... & Bentall, R. P. (2020). Anxiety, depression, traumatic
stress and COVID-19-related anxiety in the UK general population
during the COVID-19 pandemic. BJPsych
Open, 6(6).
Tsamakis,
K., Rizos, E., Manolis, A., Chaidou, S., Kympouropoulos, S., &
Spartalis, E. et al. (2020). [Comment] COVID-19 pandemic and its
impact on mental health of healthcare professionals. Experimental And
Therapeutic Medicine. doi: 10.3892/etm.2020.8646
Voitsidis,
P., Gliatas, I., Bairachtari, V., Papadopoulou, K., Papageorgiou, G.,
Parlapani, E., ... & Diakogiannis, I. (2020). Insomnia during the
COVID-19 pandemic in a Greek population. Psychiatry
research, 289,
113076.
~ ~ ~
* Ο Στέλιος Κυμπουρόπουλος
είναι ψυχίατρος-σεξολόγος, κοινωνικός ακτιβιστής και Έλληνας Ευρωβουλευτής.
Γεννήθηκε στις 9 Ιουλίου 1985 στην Αθήνα. Στην ηλικία των 14 μηνών διαγνώστηκε με νωτιαία μυική ατροφία. Στην ηλικία των 15 ετών η περίπτωσή του έγινε η αφορμή να αλλάξει ο νόμος περί σημαιοφόρων στις σχολικές παρελάσεις.
Το 2003 εισήχθη στο Τμήμα Ιατρικής του Εθνικού και Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου Αθηνών από όπου έλαβε το Πτυχίο Ιατρικής το 2010, με
Άριστα. Από το 2013 έως το 2015, παράλληλα με την άσκηση Ειδικότητας,
παρακολούθησε μετεκπαιδευτικά σεμινάρια στο αντικείμενο των
ψυχοσεξουαλικών διαταραχών του ανθρώπου. Το 2014 πήρε μεταπτυχιακό
δίπλωμα στην «Προαγωγή Ψυχικής Υγείας - Πρόληψη Ψυχιατρικών Διαταραχών».
Το 2016, έλαβε τον Τίτλο Ειδικότητας της Ψυχιατρικής
και έκτοτε εργάστηκε έως τον Ιούνιο του 2019 ως Επιμελητής Β' στη Β'
Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημιακού Γενικού
Νοσοκομείου «Αττικόν».